Το έχω ξαναπεί πως το blog, μου έχει ανοίξει ένα πελώριο παράθυρο. Μπήκαν στη ζωή μου νέοι άνθρωποι και κάποιοι από αυτούς έγιναν φίλοι αληθινοί και νιώθω ευγνωμοσύνη για αυτές τις σχέσεις, για αυτά τα διαλεχτά πλάσματα. Τα μικρά μου αγριολούλουδα που σαν τα βάλω όλα μαζί σε ένα βάζο με την διαφορετικότητα τους φτιάχνουν στη ζωή μου μια άγρια κι εξαίσια ανθοδέσμη.
Ένα τέτοιο αγριολούλουδο είναι κι εκείνη...
Ημέρα των φίλων σήμερα κι ήρθε η στιγμή να μοιραστώ μαζί σας μια φιλία που όμοια της δεν έχω ξαναζήσει.Τη φιλία μου με ένα άγριο κρίνο!
Δεν θα σας πω το όνομα της. Δεν θα το μαρτυρήσω, είναι δική μου...Είναι ένα πλάσμα τόσο όμορφο, πρέπει να τη δείτε για να καταλάβετε.Σας το λέω εγώ που δεν την έχω δει ποτέ, παρά μόνο σε μια φωτογραφία που μου έστειλε για να δω το πρόσωπο της...Κι είναι έτσι ακριβώς όπως την είχα φανταστεί. Ένα διάφανο, θλιμμένο ανοιξιάτικο κρινάκι...
Από εκείνες τις πορσελάνινες κούκλες, τόσο εύθραυστη και δυνατή μαζί.
Έχω γράψει για εκείνη σε μια παλιότερη μου
ανάρτηση κι έχω αναρτήσει και υπέροχες φωτογραφίες της.
Μου έγραψε για πρώτη φορά την Άνοιξη ένα χρόνο πριν κι έτσι απλά αρχίσαμε να αλληλογραφούμε συχνά πυκνά. Εκείνη ζούσε μια απώλεια. Μια μεγάλη επίπονη αλλαγή. Είχε ανάγκη να μοιραστεί και το έκανε μαζί μου. Είχα την πελώρια τιμή, να δεχθώ αυτό το ανέλπιστο δώρο...Την εμπιστοσύνη της!
Αρχίσαμε να μιλάμε, πάντα γραπτά. Παρόλο που ανταλλάξαμε τηλέφωνα για να μην χαθούμε, δεν θέλαμε θαρρείς να ακούσουμε η μια τη φωνή της άλλης..Ξέραμε πως τα τηλέφωνα δεν θα μας κρατούσαν κοντά, μα κάτι άλλο πολύ πιο δυνατό κι αυτό το είχαμε ήδη. Σπάνια νιώθεις έτσι για κάποιον που δεν γνωρίζεις.
Κέρδισα μια ακόμη φίλη θησαυρό.Τώρα η ζωή της άλλαξε. Η οικογένεια ενώθηκε και πάλι, όμως οι στιγμές που έζησε, καθώς ξεριζωνόταν μαζί με το μικρό της από τον τόπο που μεγάλωσε κι έζησε ήταν συγκλονιστικές και όταν τις διάβαζα έκλαιγα έτσι όπως είχα χρόνια να κλάψω.
Τώρα που όλα έχουν περάσει της ζήτησα να μοιραστεί σε μιαν ανάρτηση, όλη αυτή τη βίαιη αποκόλληση που μοιράστηκε μαζί μου, μέσα από κάποια γραπτά της...Μου έδωσε την άδεια να τα δημοσιεύσω και την ευγνωμονώ.
Οι φωτογραφίες στο κείμενο, είναι επίσης δικές της. Βγάζει υπέροχες φωτογραφίες, το κρινιώ μου...
Ως Αγριο Κρίνο θα σας τη συστήσω παρόλο που έχει ένα όνομα απίθανα γοητευτικό...
Είναι η μικρή, ακριβή μου φίλη...που με στηρίζει και τη στηρίζω. Κάπου εκεί μακριά, μα πάντα τόσο κοντά μου!
Γράφει απλά συγκλονιστικά!Θα καταλάβετε τι εννοώ...
Απολαύστε την...
ΜΗΝ ΜΑΣ
ΠΡΟΛΑΒΕΙ Η ΒΡΟΧΗ...
11.11.11, το
τελευταίο βράδυ όλοι μαζί. Ξημερώματα ήρθε το φορτηγό να φορτώσει τις
αναμνήσεις μας, τις στιγμές μας, τη ζωή μας, ξημερώματα ήρθε, μη μας προλάβει η
βροχή. Το σπίτι σιγά-σιγά άδειαζε,ερήμωνε. Μαζί μ’ αυτό και η ψυχή μου. Μαζί μ’
αυτό και τα όνειρά μου. Η μετακόμιση αυτή δεν ήταν σαν τις άλλες που
κουβαλούσαν προσμονή, ελπίδα, χαρά για το νέο ξεκίνημα, για το νέο προορισμό.
Αυτή συνοδευόταν από πρόσωπα βουβά,κοφτές ματιές, βλέμματα υγρά, γρήγορες
κινήσεις…..μη μας προλάβει η βροχή.
Εξουθενωμένη
ψυχικά με βρίσκει ο αγαπημένος μου χάμω στο άλλοτε παιδικό δωμάτιο να κρατώ σφιχτά
τον μικρό στα γόνατά μου και να θηλάζει. Τελειώσαμε, μου λέει, αυτό ήταν.
Φεύγουμε. Άραγε πότε ξανά θα κρατήσω στην αγκαλιά μου την κουβερτούλα του
μωρού, θα ξεφυλλίσω τα αγαπημένα μου βιβλία, θα αγγίξω τις αγαπημένες μου
φωτογραφίες στις κορνίζες, θα μυρίσω τα μπαχαρικά μου, θα κοιμηθώ γλυκά στο
μαξιλάρι μου?
Δεν ήθελα να
πω αντίο στη ζωή μου, δεν ήθελα να την αποχωριστώ, Την ακολουθούσαμε για
χιλιόμετρα μακριά, την προσέχαμε, δεν την αφήναμε από τα μάτια μας στιγμή.
Μπροστά το φορτηγό, από πίσω ακριβώς εμείς. Η βροχή δε μας πρόλαβε. Η ώρα του
χωρισμού, όμως, ήρθε. Η πόρτα του υπογείου του πατρικού μου σπιτιού έκλεισε
δυνατά. Δεν την ξανάνοιξα από τότε. Φοβόμουν να κατέβω το κατώφλι της. Μην
αντικρίσω ξανά τη συσκευασμένη μου ζωή και καταρρεύσω. Η καγκελόπορτα του
πατρικού μου σπιτιού έκλεισε και αυτή. Ο αγαπημένος μου έφυγε μετανάστης για
μια καλύτερη ζωή. Ξημερώματα έφυγε.Στεκόμουν εκεί μέσα στο κρύο, σήκωνα τις
μύτες των ποδιών μου, έκανα δεξιά,αριστερά, σκούπιζα τα δάκρυά μου, τέντωνα το
κεφάλι μου να τον βλέπω, έστω και αμυδρά, σαν σκιά, ώσπου χάθηκε από τον
ορίζοντά μου. Κατέρρευσα.
Μετανάστης.
Μια λέξη ξένη προς εμάς, πρωτάκουστη,χωρίς οικογενειακή εμπειρία και γνώση. Μια
λέξη μονόδρομος, Αναγκαστική επιλογή για αξιοπρεπή επιβίωση. Επιστροφή στο πατρικό,
στην οικογενειακή θαλπωρή και ζεστασιά. Με ποιον άλλον άλλωστε θα σήκωνα αυτό
το φορτίο? Χρειαζόμουν τη φροντίδα και την αγάπη των γονιών μου. Την είχα
ανάγκη όσο ποτέ άλλοτε.
Ένας χρόνος
πέρασε από εκείνη τη βαριά και μελαγχολική μέρα, ένας χρόνος και κάτι. Ένας
χρόνος με την απουσία του μπαμπά πάντοτε κόμπος στο λαιμό, δάκρυ πνιχτό, κραυγή
βωβή, παράπονο πονεμένο. Μόνο, μη μας προλάβει η βροχή……... Μην προδοθούμε στο
παιδί. Ένα παιδί που αυτόν το χρόνο μακριά από τον μπαμπά μεγάλωσε πολύ και από
μωρό έγινε παιδάκι.Περπάτησε, έτρεξε, χόρεψε, είπε τις πρώτες λεξούλες, τα
πρώτα τραγουδάκια,έκανε τους πρώτους φίλους. Σε πόσα μηνύματα, σε πόσες
φωτογραφίες, σε πόσα τηλεφωνήματα, σε πόσα γράμματα στον μπαμπά να χωρέσουν οι
λεξούλες του, τα κατορθώματά του, τα σ’ αγαπώ?
Θυμάμαι στα
γενέθλια του μικρού το μήνυμα που μου έστειλε η αγάπη μου, λίγα λεπτά πριν
σβήσει τα κεράκια.« Τη στιγμή που θα σβήνει τα κεράκια, δώσε του ένα φιλί.
Εκείνη τη στιγμή θέλω να είμαστε μόνο εμείς οι τρεις. Μην το ξεχάσεις. Ένα φιλί.
Μόνο εμείς οι τρεις. Κανείς άλλος ».
Έτσι κι έγινε. Έτσι ακριβώς. Μόνο εμείς οι
τρεις…….Κανείς άλλος.
Έκλεινα τα
μάτια μου και βασανιζόμουν να θυμηθώ το παρελθόν μου και δεν μπορούσα να το
συναντήσω πουθενά. Τα ξαναέκλεινα με περισσότερη δύναμη και πάλι μάταια. Το
παρελθόν μου είχε χαθεί, είχε εξαφανισθεί, τα ίχνη του είχαν σβηστεί.
Τρομαγμένη άνοιγα τα μάτια μου κι έβλεπα μπροστά μου το παρόν, τον μικρό. Αυτό
είναι, σκέφτηκα. Ζω μόνο για το παρόν, για το παρόν και το μέλλον, για τον
μικρό.
Κι έζησα με
το παιδί όσα δεν είχα ζήσει μέχρι τώρα,κι έζησα ως παιδί όσα είχα ξεχάσει να
ζήσω, κι έζησα για το παιδί απίστευτες και ονειρικές στιγμές. Με τραβούσε από
το χέρι για ατελείωτο παιχνίδι και χορό,με ξεσήκωνε για βόλτες και σκανδαλιές,
με συγκινούσε με τα χάδια του και τα φιλιά του, μου έλεγε σ’ αγαπώ! Κάναμε
πύργους με κυπελλάκια, με τουβλάκια, με αυτοκινητάκια, με καπάκια από
αναψυκτικά, φτιάξαμε παζλ, ζωγραφίσαμε αμέτρητα λεωφορεία με μαρκαδόρους,
κηρομπογιές, κιμωλίες, παίξαμε κουκλοθέατρο,κολλούσαμε κουμπιά για ρόδες σε
αυτοκίνητα ζωγραφισμένα σε χαρτόνι, παίξαμε κρυφτό, κυνηγητό, ποδόσφαιρο. Δε
χορταίναμε βόλτες στις παιδικές χαρές, στις γειτονιές της πόλης, στις αυλές των
νέων φίλων, πήγαμε θέατρο, χορέψαμε σε πανηγύρια,στις εκδηλώσεις του
καλοκαιριού, κάναμε μπάνιο στη θάλασσα καταμεσής του φθινοπώρου, μη μας
προλάβει η βροχή. Και……
02.12.12,
έφτασε επιτέλους η ώρα να σμίξω ξανά με το παρελθόν μου. 25 χρόνια μαζί. 25
χρόνια αχώριστοι. 25 χρόνια ο ένας να κρατά το χέρι του άλλου σφιχτά. Δε θα το
αποχωριζόμουν ποτέ ξανά. Ποτέ! Πόσο στ’ αλήθεια την περίμενα αυτήν τη στιγμή.
Πόσο στ’ αλήθεια! Όλη την προηγούμενη μέρα ένιωθα μια γλυκιά προσμονή, ένα
φτερούγισμα στην καρδιά, σαν και αυτό του πρώτου ραντεβού, της πρώτης αγάπης.
Μα κι έντονα πάλι τα συναισθήματα της μετακόμισης,του ξεριζωμού, του αποχωρισμού
από τους γονείς, που τόσο καιρό με φρόντισαν και με χάρηκαν σαν να ήμουν πάλι
10 χρονών παιδί, το παιδί που δε μεγάλωσε ποτέ.
Επανάληψη
σκηνικού. Γρήγορες και μηχανικές κινήσεις,χαρτομάντιλα υγρά, ασφυκτικά σφιγμένα
μέσα στην παλάμη, μάτια θολά και φλογισμένα, χαμόγελα προσποιητά, βλέμματα
απόγνωσης και φόβου… της μάνας, που τα είχε χαμένα και δεν ήξερε πώς να
αντιδράσει. Μόνο μου έλεγε «σςςςςςςςςς, μη μας καταλάβει το παιδί, μη μας
προλάβει η βροχή».
Εκείνο το
βράδυ δεν κοιμήθηκα καθόλου, δεν έκλαψα καθόλου. Προσπαθούσα να συγκρατηθώ,
γιατί αν αφηνόμουν, τα δάκρυα θα γίνονταν χείμαρρος και θα με παρέσυραν χωρίς
γυρισμό. Μόνο που κάποια στιγμή που κρατούσα το ποτήρι να πιω νερό
συνειδητοποίησα ότι το χέρι μου και τα χείλη μου έτρεμαν. Αδύνατον να το βαστάξω,
αδύνατον να πιω. Ρίχνω νερό στο πρόσωπό μου και συνεχίζω…. Βαλίτσες, κουτιά,
λίστα, τσάντες, σημειώσεις, πάνες,μωρομάντιλα, διαβατήρια, εισιτήρια. Έπεσα στο
κρεβάτι λιγάκι να ξεκουραστώ και πέρασε μπροστά μου σαν ταινία η χρονιά που
πέρασε μακριά από το παρελθόν μου,κοντά στους γονείς μου και μαζί με το παρόν
και το μέλλον μου, το παιδί μου. Τί κρατώ για φυλαχτό μες τη καρδιά μου από
αυτήν τη χρονιά?
Το βλέμμα
του μωρού, όταν θήλαζε στην αγκαλιά μου.Τα αμέτρητα μηνύματα αφοσίωσης, τις
ατελείωτες αφιερώσεις λατρείας, τα αναρίθμητα γράμματα συμπόρευσης του
αγαπημένου μου. Το βλέμμα προς το άπειρο,προς το μέγα, προς το υπέρτατο. Το
βλέμμα προς τη μάνα. Το ζωγραφισμένο χαμόγελο στα χείλη των γονιών μου.Ένα
χαμόγελο που δεν έφευγε ποτέ. Εκεί, σταθερό, πάντα στη θέση του. Τις βόλτες
στον αγαπημένο μας σταθμό των τρένων, στον αγαπημένο μας προορισμό. Εκεί
πηγαίναμε, όταν το σπίτι δε μας χωρούσε, όταν τα μάτια βούρκωναν και ζητούσαν
παρηγοριά. Ο γεροπλάτανος, το γνώριμο σφύριγμα του τραίνου μάς προσέφεραν αυτό ακριβώς
που αποζητούσαμε εκείνην τη στιγμή, λήθη. Στο τελευταίο βαγόνι φόρτωνα τη θλίψη
μου, τα παγιδευμένα όνειρά μου, τις προσευχές μου, στο τελευταίο αντίο….. Την
κυρά Ελένη, που χτυπούσε διακριτικά και με τόοοση αγάπη την πόρτα κι έλεγε «έχω
φρέσκα αβγουλάκια για το παιδί, καλημέρα!» Την Ελπίδα, το κοριτσάκι που
μπαινοέβγαινε στο σπίτι και κρυβόταν πίσω από τις κουρτίνες και τις πόρτες,
ώσπου να την βρούμε. Και πάντα την βρίσκαμε, γιατί γινόμασταν κι εμείς παιδιά,
γιατί την είχαμε ανάγκη.
Φεύγω
συντροφιά με τη γλυκιά μυρωδιά του μελομακάρονου,που τρύπωσε μέσα στις βαλίτσες
το προηγούμενο βράδυ, αγκαλιά με τα χειροποίητα δώρα απρόσμενων φίλων που με
συγκίνησαν πολύ, με την εικόνα αγαπημένων συγγενών που ήρθαν από πολύ πολύ
μακριά, για να μας αποχαιρετήσουν, με το άρωμα της μάνας μου στη χούφτα, για να
μου την θυμίζει, με την Κατερίνα να μου κρατά το χέρι σφιχτά….. Ξημερώματα
σηκωθήκαμε. Ξημερώματα φύγαμε. Ο πατέρας μέσα σε λυγμούς, ο αδερφός
διεκπεραιωτής, η μάνα δεν ήθελε να αποχωριστεί τη ζωή της,δεν ήθελε ακόμη να
πει αντίο στο μοναδικό εγγόνι της. Μας ακολούθησε παλεύοντας σε όλη τη διαδρομή
με τα δικά της θεριά, με τους δικούς της δαίμονες. Ο μικρός τυλιγμένος μέσα στην
καρό κουβερτούλα χαιρόταν για το ταξίδι, για το αεροπλάνο,για τον μπαμπά, για
τη νέα ζωή που ξημέρωνε μπροστά του. Μας έδειχνε σε όλους το δρόμο, μας
προέτρεπε να τον ακολουθήσουμε. Και το κάναμε όλοι άλλοτε συνειδητά άλλοτε
προσποιητά, το σύνθημα είχε δοθεί κι η αποστολή έπρεπε να εκτελεστεί.
Αναχώρηση. Αντίο.
Τελευταία σκηνή. Η μαμά μου αγκαλιά με την καρό κουβερτούλα
στη μέση της αίθουσας του αεροδρομίου. Η κουβέρτα δεν έχει ακόμη πλυθεί.
ΜΗ ΣΚΟΤΕΙΝΙΑΣΕΙ ΠΟΤΕ ΞΑΝΑ……
Στο αεροπλάνο όλα είχαν πάρει πια το δρόμο τους, την προδιαγεγραμμένη
πορεία τους. Ο μικρός με το γλειφιτζούρι στο χεράκι, για να μην πονέσουν τα
αυτάκια του, καθόταν σοβαρός στη θέση του και περίμενε με λαχτάρα την επόμενη
εικόνα που θα παρουσιαζόταν μπροστά μας, την επόμενη κίνησή μας,ώσπου τον πήρε
γλυκά ο ύπνος. Έτσι έμεινα αρκετή ώρα σιωπηλή και προσπαθούσα να σκηνοθετήσω με
κάθε δυνατό και φανταστικό τρόπο τη στιγμή της ένωσης, της επανένωσής μας ως
οικογένειας. Εκείνη τη στιγμή άκουσα ακριβώς από πίσω μου μια γυναικεία φωνή να
λέει «πάμε να βρούμε τον μπαμπά μας, να μείνουμε όλοι μαζί,γιατί τόσο καιρό
ήμασταν στη γιαγιά και στον παππού». Ίδιο σκηνικό, ίδια περίπτωση. Μια μαμά και
το τρίχρονο αγοράκι της. Η υπόθεση του έργου άρχισε να εμπλουτίζεται, οι
πρωταγωνιστές να πυκνώνουν, τα συναισθήματα να κορυφώνονται.Η αυλαία ανοίγει.
Δεν μπόρεσα όμως τίποτε να δω, δεν μπόρεσα τίποτε να διακρίνω, μόνο ένα
εκτυφλωτικό φως, μια χρυσαφένια λάμψη διάχυτη σε όλο το χώρο, παντού. Κι
έπειτα, μια φωνή, μια φωνή τόσο γνώριμη, το μέσα μου, το είναι μου, η φωνή του
παρελθόντος μου, «τρέξε αγόρι μου, τρέξε στον μπαμπά». Κι ένα μαγικό ραβδί άνοιξε το
δρόμο προς την πελώρια και ζεστή αγκαλιά του. Δεν είχα ξαναδεί τον Ήλιο μου
ποτέ ξανά τόσο χαρούμενο, τόσο ευτυχισμένο, τόσο λαμπερό.Μια σφιχτή αγκαλιά,
που δεν έλεγε με τίποτε να χαλαρώσει, μια αγκαλιά λουλούδια, λόγια τρεμάμενα,
λόγια μπερδεμένα, δάκρυα χαράς, δάκρυα λύτρωσης,όλα μαζί μια στιγμή, μια σκηνή,
που δεν την είχα φανταστεί, που δεν την είχα φανταστεί να σκηνοθετήσω. Η
πραγματικότητα κατάφερε να ξεπεράσει τη φαντασία, η φαντασία φάνηκε πεζή και η
πραγματικότητα παραμύθι.
«Είμαστε οικογένεια τώρα» έλεγε το μικρό μας, «η μαμά, ο μπαμπάς και ο
Ν.». Οικογένεια. Μαζί. Έχω σοκαριστεί από την απίστευτα σαρωτική δύναμη του
μαζί, έχω φοβηθεί το ισοπεδωτικό πέρασμά του από τις δυσκολίες και τα θεωρητικά
ανυπέρβλητα εμπόδια, και τα λόγια φαίνονται πραγματικά πολύ φτωχά να εκφράσουν
την ευτυχία μου. Απρόσμενη και καλοδεχούμενη. Θα την φροντίσω, θα την κακομάθω,
θα της κάνω όλα τα χατίρια,για να μείνει, για να παραμείνει, για πάντα!
Μπορεί να μένουμε σ’ ένα δωμάτιο 20 τετραγωνικών,αλλά δε μας νοιάζει,
είμαστε μαζί! Μπορεί όλη μας η ζωή να είναι 3 βαλίτσες,αλλά δε μας νοιάζει,
είμαστε μαζί! Μπορεί να μην έχουμε δικούς μας ανθρώπους,φίλους κοντά μας, αλλά
δε μας νοιάζει, είμαστε μαζί! Μπορεί παραμονή Χριστουγέννων να περπατούσαμε
ολομόναχοι στο δρόμο και να βλέπαμε ανοιχτά και φωτισμένα τα παράθυρα των
σπιτιών, γεμάτα από κόσμο, φώτα και γλυκά, αλλά δε μας ένοιαζε, γιατί ήμασταν
μαζί! Μπορεί να ήμουν μόνη με τον μικρό την Πρωτοχρονιά, γιατί ο μπαμπάς ήταν
στη δουλειά, αλλά ήξερα ότι σαν φανεί ο ήλιος θα είμαστε μαζί! Ξημέρωσε. Μαζί!
Και μόνο αυτό έχει σημασία. Τίποτε άλλο. Μαζί!
Τώρα όλα μου φαίνονται μικρά, αδύναμα, τιποτένια. Τώρα είμαι δυνατή κι
εγώ, ήρεμη και κατασταλαγμένη, πάτησα στεριά. Τώρα έχω τον Ήλιο μου και τη Γη μου.
Σας το είπα πως θα συγκινηθείτε...Άγριο Κρίνο ήρθε η Άνοιξη κι άνθισες, δεν είσαι θλιμμένο πια...Σ' αγαπάω!