Σήμερα κλείνουμε δυο χρόνια ως bloggers..θα μπορούσα να γράψω διάφορα για το τι σημαίνει αυτό για εμάς.Αν κάτι άλλαξε κι αν ναι πως...όμως προτιμώ να κάνω κάτι άλλο, να μοιραστώ μαζί σας μια ιστορία.Μια ιστορία που έγραψα χρόνια πριν για κάτι που με άγγιξε. Γιατί αυτό σημαίνει bloggin για εμένα...μοίρασμα. Κι αν τελικά δεν μοιραζόμουν μέσα από το blog αυτή την ιστορία, πως θα είχετε την ευκαιρία να γνωρίσετε εκείνη...Την Alice...Την άλικη...Alice μου...
Σε μια από τις
περιπλανήσεις μου στην Αγγλία, το καλοκαίρι του 1995, εργάσθηκα για λίγο σε κάποιους οίκους
ευγηρίας.
Ήταν μια δύσκολη δουλειά.
Πολλές ώρες, πολλή κούραση, ευτυχώς με μικρή πολυπλοκότητα. Ο ρόλος μου απλός.
Έπρεπε να φροντίζω κάποιους ηλικιωμένους που είχα στην ευθύνη μου.
Τους βοηθούσα να ντυθούν,
να φάνε, έστρωνα τα κρεβάτια τους, έστρωνα
το τραπέζι για τα γεύματα τους, τους τάιζα αν χρειαζόταν, τους
μπανιάριζα ή φρόντιζα την τουαλέτα τους, τους
άλλαζα πάνα….
Απλά πράγματα που πολλές φορές μας έφερναν όλους
σε δύσκολη θέση, γιατί ήμασταν ξένοι.
Λάτρευα τους οίκους
ευγηρίας.
Ιδίως κάποιοι ήταν υπέροχα
μέρη. Με κήπους ανθισμένους με αίθρια,
με όμορφα δωμάτια. Η εικόνα που είχα από οίκους ευγηρίας στη χώρα μου ήταν
τελείως διαφορετική.
Η διαφορετική λέξη
φανερώνει την διαφορά…Γηροκομείο! Στην Αγγλία εργάσθηκα σε τέσσερις
διαφορετικούς οίκους ευγηρίας και όλοι τους ήταν πραγματικά όμορφοι. Με
ατμόσφαιρα ήρεμη και ευχάριστη, εξαιρετικά ποιοτικοί από όλες τις απόψεις.
Βέβαια όλα τα παραπάνω
φαντάζομαι πως δεν αναιρούν το γεγονός ότι οι γλυκύτατοι γέροντες που ζούσαν
εκεί βίωναν παρόμοια συναισθήματα θλίψης, λύπης, εγκατάλειψης ή ακόμη και θυμού απέναντι στις
οικογένειες τους… με αυτούς που ζούσαν σε λιγότερο ποιοτικά Γηροκομεία.
Μπορεί και όχι….
Για εμένα ήταν σημαντικό
να είμαι εκεί, καταρχήν για το πολύτιμο
χαρτζιλίκι μου κι ύστερα γιατί μάζευα εικόνες, μιλούσα με ανθρώπους, τους
παρατηρούσα, με άφηναν να τους ακούω και αυτό το τελευταίο φαινόταν να το έχουν
τόση ανάγκη… το ίδιο και εγώ άλλωστε.
Λάτρευα να τους ακούω , να
μιλούν ασταμάτητα, να θυμούνται, να γελούν, να ψιθυρίζουν στα φαντάσματα!
Πάντα έβρισκα το χρόνο να
τριγυρνώ στα δωμάτια τους , να κοιτώ τις φωτογραφίες στα μικρά κομοδίνα τους,
τα μικρά χαριτωμένα πολύτιμα αντικείμενα τους.
Όλους τους μικρούς
θησαυρούς μιας ζωής που πέρασε και σβήνει στο χρόνο.
Ρωτούσα ασταμάτητα κι
εκείνοι μου απαντούσαν, μου εξιστορούσαν και κοίταζα μια το γέρικο πρόσωπο με
τη σπασμένη φωνή που είχα μπροστά μου, μια τη φωτογραφία που απεικόνιζε το πριν.
Τότε που όλα είχαν μια
ελπίδα.
Τότε που όλα ήταν " να’ ρθουν" και τα πρόσωπα είχαν χαμόγελα
ζωντανά, γεμάτα φρεσκάδα.
Με έπιανε μια θλίψη και
ένας φόβος. Σκεφτόμουν "Θεέ μου… πώς
είναι άραγε αυτό; Το να έχουν όλα τελειώσει…"
Να έχεις ολοκληρώσει το
έργο της ζωής σου και να μην έχεις πια τίποτε άλλο να περιμένεις, παρά μόνο
τους τίτλους του τέλους….
Πέρασαν χρόνια για να
καταλάβω πόσο ανακουφιστικό μπορεί να είναι για έναν άνθρωπο αυτό… Το να ζει
επιτέλους μόνο για το τώρα.
Το να σταματήσει να παλεύει
για το αύριο.
Το να μην χρειάζεται να
δημιουργήσει πια!
Κάτι υπέροχο που έμαθα σε
αυτές τις περιπλανήσεις μου στους διαδρόμους αυτών των Σπιτιών.
Σε μια τέτοια περιπλάνηση
γνώρισα την Αlice.
Ήταν μια κατάκοιτη γριούλα
κοντά στα ενενήντα. Μιλούσε εξαιρετικά σπάνια κι αυτό συνήθως για να με
ευχαριστήσει.
Σηκώνονταν από το κρεβάτι
επίσης εξαιρετικά σπάνια και έβγαινε μόνο με το αναπηρικό καρότσι μέχρι τη
τζαμαρία όπου έμενε αμίλητη κοιτάζοντας το χλωμό τοπίο.
Κάθε κάποιες ώρες έπρεπε
να της αλλάζουμε στάση στο κρεβάτι και να της κάνουμε ένα ελαφρύ μασάζ στα
αδύναμα πόδια και προσπαθούσαμε να τη βοηθήσουμε να μην πάθει κατάκλιση.
Την έβλεπα σπάνια γιατί
συνήθως έτρωγε στο δωμάτιο της κι όχι
στην τραπεζαρία, οπότε ο χρόνος που μπορούσα να έχω μαζί της ήταν εξαιρετικά
περιορισμένος.
Περνούσε τις μέρες της στο
κρεβάτι, άλλοτε ξαπλωτή κι άλλοτε ελαφρώς ανασηκωμένη κοιτάζοντας για ώρες έξω
από το παράθυρο. Πήγαινα στο δωμάτιο της με το ρολόι για κάποια λεπτά κάθε ώρα
για να ελέγξω ή να διεκπεραιώσω όλα όσα έπρεπε να γίνουν. Αλλαγή στάσης,
άλλαγμα ρούχων ή σεντονιών, τάισμα….
Αυτό συνέβαινε και με
πολλούς άλλους κατάκοιτους γέροντες οπότε μετά από λίγο σταματούσα να βλέπω τα
πρόσωπα ιδίως εκείνα που δεν προσπαθούσαν με κάποιον τρόπο να μου τραβήξουν την
προσοχή!
Ένα τέτοιο πρόσωπο ήταν κι
εκείνη. Δεν προσπαθούσε με κανένα τρόπο να μου τραβήξει την προσοχή. Να με
κάνει να την κοιτάξω… Απλά υπήρχε!
Λυπάμαι τόσο μα αυτό
συνέβαινε και για εμένα.
Πολλές φορές το τρέξιμο με
έκανε να σταματώ να κοιτώ τους ανθρώπους στα αλήθεια κι υπήρχε κάτι που γινόταν
ξαφνικά και με έκανε να στρέφω τα μάτια
και να βλέπω για πρώτη φορά θαρρείς, τα πρόσωπα πίσω από τις ρυτίδες… τα δάκρυα
πίσω από τα μάτια, τα νιώθω πίσω από τα λόγια, τα θέλω πίσω από τα πρέπει τους!
Πάντα με ξάφνιαζαν οι
στιγμές αυτές…
Και πάντα υποσχόμουν στον
εαυτό μου, πως δεν θα ξεχάσω ξανά ότι αυτοί οι άνθρωποι απέναντι μου είναι
σημαντικοί κι υπήρξαν άντρες και γυναίκες με δύναμη… που απλά χάθηκαν μέσα σε ένα
σωρό από σάρκα που μοιάζει με μια άδεια κουρτίνα.
Υποσχέσεις….
Πάντα τις ξεχνούσα αργά ή γρήγορα.
Σε μια τέτοια μαγική
στιγμή είδα αληθινά την γλυκιά μου Αlice.
Καθόμουν σε μια καρέκλα
δίπλα στο κρεβάτι της και την τάιζα. Έτρωγε ένα φαγητό αλεσμένο και φριχτό στην
όψη.
Σκεφτόμουν ότι έτρωγε πολύ
αργά κι είχα να ταΐσω άλλους δύο γέροντες…
Δεν μιλούσαμε και
τελειώνοντας της σκούπισα το πρόσωπο με μια πετσέτα.
Την ώρα εκείνη που έσκυβα
πάνω της, ένιωσα το τρεμάμενο χέρι της να μου χαϊδεύει τα μακριά μου μαλλιά που μου
έπεφταν στο πρόσωπο. Θυμάμαι πως κοκάλωσα.
Αυτή η κίνηση έκρυβε μια οικειότητα, μια φροντίδα, μια αγάπη…
Την κοίταξα και διαπίστωσα
πως δεν κοιτούσε εμένα, παρά τα μακριά μου μαλλιά και ψιθύρισε "what a beautiful hair dear".
Μείναμε έτσι για λίγα
δευτερόλεπτα κι ύστερα εκείνη μου χαμογέλασε και τότε, για πρώτη φορά… την είδα.
Ήταν μια γυναίκα
πανέμορφη. Τα μάτια της ήταν τόσο ευγενικά τόσο… απαλά!
Τα μάγουλα της ροζ και
τα μαλλιά της κάτασπρα μαζεμένα σε ένα μικρό κότσο.
Φαινόταν τόσο απίστευτα
ντελικάτη, με τα απαλά χεράκια της, τόσο μα τόσο μικρή σαν κουβαράκι μέσα στο μεγάλο
κρεβάτι και γύρω της τα λουλουδάτα μικρά κεντημένα μαξιλαράκια της… Απομεινάρια
του δικού της σπιτιού…
Έμεινα εκεί λίγη ώρα να
την κοιτάζω κι ήθελα να κλάψω, γιατί μου θύμισε ξαφνικά τόσο πολύ την γιαγιά
μου.
Μου πήρε μόλις λίγα
δευτερόλεπτα για να καταλάβω πως ενώ για εμένα, εκείνοι οι άνθρωποι έχαναν την υπόσταση τους, εγώ για εκείνους
ήμουν ξεχωριστή. Αυτή που τους φρόντιζε, τους τάιζε, τους σέρβιρε, αυτή που τους έλεγε την πρώτη καλημέρα ή την τελευταία καληνύχτα, ένα πρόσωπο που έβλεπαν καθημερινά και είχαν την ανάγκη του.
Έκανα όλα εκείνα τα
πράγματα που υποτίθεται πως κάνουν άνθρωποι που έχουν μεγάλη οικειότητα κι
αγάπη μεταξύ τους. Από το τάισμα, μέχρι το άλλαγμα κι όταν εγώ τα έκανα όλα
αυτά εκείνοι με παρατηρούσαν σιωπηλά κι ένιωθαν την διαφορά…
Όταν αγαπάς όλες οι κινήσεις έχουν χάδι κι εγώ… δεν τους αγαπούσα! Απλά διεκπεραίωνα όσο πιο γρήγορα μπορούσα για να είμαι γρήγορη κι αποτελεσματική.
Ένιωσα απογοήτευση από τον
εαυτό μου κι υποσχέθηκα να μην ξαναγγίξω κανένα από εκείνα τα τσακισμένα
πλάσματα, χωρίς παραπανίσια φροντίδα κι ένα ίχνος έστω, αγάπης!
Άρχισα να την φροντίζω
έτσι όπως της άξιζε.
Έκανα όλα όσα έκανα και
πριν μα ταυτόχρονα της μιλούσα, της χαμογελούσα, την χάιδευα. Έμπαινα μέσα στο
δωμάτιο της κι ήμουν η χαρά της ζωής…
Ήθελα να της μεταδώσω μια
αισιοδοξία, να της προσφέρω μια περισσότερο… χρωματιστή ημέρα.
Αρχίσαμε να έχουμε μια
σχέση περισσότερο εκδηλωτική. Η Αlice δεν μιλούσε πολύ. Τα λόγια της ακριβά και
σπάνια.
Την χτένιζα, της χάιδευα
τα μαλλιά, της έκανα κομπλιμέντα για τα όμορφα μικροαντικείμενα που είχε
τριγύρω της.
Τιτίβιζα χοροπηδώντας
ολόγυρα της κι εκείνη με παρατηρούσε με ένα αχνό χαμόγελο χαραγμένο, στο
ευγενικό πρόσωπο της.
Σκεφτόμουν πώς είναι
δυνατόν μια τόσο γλυκιά γιαγιούλα να μην ζει με την οικογένεια της και πάντα
έβλεπα την λάμψη στα μάτια της όταν την επισκέπτονταν οι δύο γιοί και τα εγγόνια της. Πόσο χαρούμενη ήταν σαν τους έβλεπε.
Πάνω στο κομοδίνο της είχε
μια και μοναδική ασημένια κορνίζα. Μέσα είχε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία.
Απεικόνιζε την ίδια, μια νεαρή κούκλα να ποζάρει με ένα στρογγυλό καπελάκι με
λουλουδάκια στο πλάι.
Ήταν πανέμορφη,
δροσερή, με πρόσωπο σαν βαμβάκι, ξανθά
μαλλιά και ένα χαμόγελο υπέροχο.
Φαινόταν σαν μοντέλο εποχής, σαν ηθοποιός σε ταινία ρετρό. Η γυναίκα στη φωτογραφία ήταν μια υπέροχη "κατακόκκινη" Alice...καμία σχέση με τη "αχνό ροζ" κουβαριασμένη γιαγιούλα. Ο χρόνος...πόσο σκληρός...
Στην φωτογραφία δεν φαινόταν ντελικάτη μα χαρούμενη, λαμπερή με μια ελαφριά μελαγχολία κάπου εκεί στην άκρη των ματιών…
Δίπλα της χαμογελούσε ένας νεαρός άντρας με στολή αστυνομικού, όμορφος πολύ, σαν star του κινηματογράφου και
μπροστά τους δυο αγοράκια με άσπρα πουκάμισα, κοντά παντελόνια με τιράντες και μαλλιά
κοντοκουρεμένα και χτενισμένα στην εντέλεια.
Πάντα αυτές οι
φωτογραφίες, ενθύμια μιας αλλιώτικης πραγματικότητας, μου
προκαλούσαν θλίψη!
Ωστόσο όταν μια μέρα την
έπιασα στα χέρια μου και την περιεργάσθηκα η Αlice με κοίταζε στα μάτια σαν να προσπαθούσε να μαντέψει
τι στα αλήθεια ένιωθα για αυτό που έβλεπα. Της είπα "Αlice είσαι εσύ! Θεέ μου είσαι πανέμορφη!"
Εκείνη χαμογέλασε
αινιγματικά όπως πάντα κι ένευσε καταφατικά!
Συνήθως στους άλλους ένα τέτοιο σχόλιο έφερνε κύματα
πληροφοριών.
Ήταν σαν να τους έδινα την άδεια και άρχιζαν
να μου δίνουν πληροφορίες που αφορούσαν τη ζωή τους, την οικογένεια τους, την
ιστορία τους. Με γοήτευαν όλα αυτά κι η ανάγκη των ανθρώπων να μιλήσουν, να
μοιραστούν.
Όχι όμως και η Αlice.
Δεν ακολούθησε κανένα άλλο
σχόλιο, καμία παραπανίσια λέξη.
Κρατώντας ακόμη την
φωτογραφία την ρώτησα αν απεικόνιζε την οικογένεια της. Μου απάντησε με ένα
απλό "ναι".
Την ρώτησα αν αυτός ο
άντρας της φωτογραφίας ήταν ο σύζυγος της. Μου απάντησε με ένα δεύτερο "ναι".
Ξαναπροσπάθησα ρωτώντας αν
ήταν αστυνομικός μιας και φορούσε στολή.
Τρίτο "ναι".
Και μετά σε μια προσπάθεια να εκμαιεύσω κάτι
περισσότερο της είπα ότι φαινόταν πολύ όμορφος - κάτι που ήταν αλήθεια - κι
εκείνη για ακόμη μια φορά μου χαμογέλασε.
Κοιταχτήκαμε για λίγα
δευτερόλεπτα. Εκείνη με αναμετρούσε με το βλέμμα της.
Δεν είχε μέσα καμία πρόκληση, καμία πρόσκληση,
τίποτα!
Κι εγώ δεν έβλεπα καμία
χαραμάδα που θα μ’ άφηνε να μπω. Τίποτα!
Λίγο πριν ακουμπήσω την φωτογραφία στο κομοδίνο της είπα "You look so happy Alice... Did you loved him?"
Όταν την κοίταξα είχε ήδη
γυρίσει το κεφάλι της στο πλάι και δεν μπορούσα να καταλάβω αν κοιμόταν, αν
ήταν ξύπνια, αν άκουσε καν την ερώτηση
μου.
Έμεινα για λίγο σιωπηλή, συγύρισα τη ροζ πλεκτή
κουβερτούλα στα πόδια της κι έφυγα απογοητευμένη!
Η ώρα του απογευματινού
δείπνου ήταν στις 18.30.
Έτρωγε κάτι ελαφρύ κι
ύστερα έπινε το μυρωδάτο της τσάι με έναν κύβο ζάχαρης και μια σταγόνα γάλα, μαζί με δύο μπισκότα βουτύρου… κάθε απόγευμα
το ίδιο.
Την τάιζα σιγανά κι ύστερα
βουτούσαμε μαζί τα ωραία μπισκότα στο τσάι της. Μετά τα μασουλούσε σιγά- σιγά
κι ευγενικά, προσέχοντας να μην λερώσει.
Εκείνο το απόγευμα
όταν τελείωσε, της έκανα την βραδινή της
τουαλέτα, της χτένισα τα λιγοστά λεπτά της μαλλάκια, της συγύρισα το κρεβάτι,
άνοιξα ελαφρώς το παράθυρο για να έχει καθαρό αέρα, τριγύρισα στο
δωμάτιο τακτοποιώντας το, ενώ ταυτόχρονα σιγοτραγουδούσα Χατζηδάκη γιατί ήξερα
πόσο της άρεσε να ακούει να ψιθυρίζω ελληνικές μελωδίες.
Όσο εγώ έκανα όλα αυτά
εκείνη έμενε σιωπηλή, και με παρατηρούσε με το αχνό της χαμόγελο.
Στο τέλος έσβηνα το φως
και άναβα το πορτατίφ δίπλα της.
Της χάιδευα απαλά το
μάγουλο και της έλεγα "Goodnight Alice" κι εκείνη μου έσφιγγε το χέρι μου πάνω στο μάγουλο της και μου ψιθύριζε
"Goodnight dear".
Εκείνο το βράδυ έγιναν όλα με την ίδια ρουτίνα, μόνο που η Αlice δεν μου ευχήθηκε Καληνύχτα, την ώρα που μου χάιδευε
το χέρι… παρά μόνο μου χαμογέλασε.
Ξαφνιάστηκα και δεν έδωσα
σημασία, μα την ώρα που έβγαινα από το
δωμάτιο, άκουσα την μελωδική φωνούλα της
να…. μου λέει σιγανά…. "I think I
did…"
Έμεινα για λίγο εκεί στην άκρη της πόρτας κοκαλωμένη κι αμίλητη…
Δεν ήμουν σίγουρη ότι άκουσα σωστά και ρώτησα "είπες κάτι Αlice;"
Εκείνη με την ίδια σταθερή
φωνή μου απάντησε για μια ακόμη φορά…. "I think
I did!"
Γύρισα κοντά της και
κάθισα στην άκρη του κρεβατιού.
Έσκυψα και της φίλησα το
χέρι και τότε μου είπε "Goodnight dear…"
Βγήκα από το δωμάτιο χωρίς
να κάνω τον παραμικρό θόρυβο.
Μετά από λίγο καιρό έφυγα
και η Αlice σβήστηκε σιγά
- σιγά από το μυαλό μου.
Μα υπάρχουν στιγμές ακόμη
και τώρα, που όταν σβήνω το φως και πέφτω στο κρεβάτι να κοιμηθώ, ψιθυρίζω στον
εαυτό μου "Goodnight dear" … και
χαμογελάω αχνά στο σκοτάδι!
Σκέφτομαι και
ξανασκέφτομαι ότι εκείνη η γλυκιά γυναίκα - γιαγιούλα πια - εκείνο το πρωινό από την στιγμή
που της έκανα εκείνη την ερώτηση, σκεφτόταν.
Μετά από μια ολόκληρη ζωή,
σκεφτόταν κι αναρωτιόταν, κι έψαχνε μέσα της. Ανασκάλευε τη μνήμη της όλα τα
θαμμένα συναισθήματα της για να
καταλάβει αν τελικά τον είχε αγαπήσει…
Αυτή η σκέψη με
συγκλονίζει ακόμη και τώρα. Το ότι η απάντηση δεν ήρθε αυτόματα. Το ότι
χρειάσθηκε χρόνο για να σκεφτεί.
Το ότι, όταν εγώ νόμισα
πως δεν με άκουσε, εκείνη ήδη ταξίδευε και έψαχνε, έψαχνε, έσκαβε μέσα της, να
θυμηθεί στιγμές, λόγια, χέρια, εικόνες, για να ανακαλύψει αν όντως τον είχε
αγαπήσει τον άντρα εκείνον…. τον άντρα της!
Πέρασαν χρόνια, άνθρωποι,
λόγια, έρωτες κι ακόμη αυτό το…. "I think"… νιώθω να με πληγώνει…
"Goodnight Αlice. "
Καλημέρα αγαπημένοι και χρόνια μας πολλά...226 αναρτήσεις, 2 χρόνια μοίρασμα...μαζί σας. Σας ευχαριστούμε!
ΚαΠα