Το να τρέχεις έχει μέσα του κάτι το αρχέγονο. Σαν να ξυπνά ο κοιμισμένος κυνηγός των ξεχασμένων ονείρων. Σαν να θυμάται το σώμα την άγρια χαρά του να ορμάς με φόρα στις πλαγιές και τα λιβάδια, με εκείνα τα παιδικά αδύνατα ποδαράκια, πολλά χρόνια πριν κι ο αέρας χτυπά το αναψοκοκκινισμένο πρόσωπο σου και νιώθεις ελεύθερος...Ένας ελεύθερος κι ευτυχισμένος μικρός άνθρωπος που έχεις χάσει, στα χρόνια που πέρασαν...και σαν να τον ξαναβρίσκεις μέσα σου.
Πάντα εκεί ήταν, πάντα εκεί, θαμμένος σε ενήλικες υποχρεώσεις, σε ενήλικο φορτωμένο με καταχρήσεις σώμα, σε κατασκευασμένες ανάγκες, σε ώριμες σκέψεις...σε ευθύνες!
...και σαν αρχίζεις να τρέχεις βρίσκεις όλα αυτά τα χαμένα χρόνια, τις στοιβαγμένες στην άκρη στιγμές και νιώθεις αληθινός. Νιώθεις γεμάτος με μια χαρά που σε πάει πίσω σαν αστραπή. Πίσω...τότε που όλα τα ζούσες με το σώμα σου κι όχι με το μυαλό σου!
Αγαπώ το τρέξιμο.Το αγαπώ γιατί αγαπώ τον εαυτό μου σαν τρέχει. Αγαπώ την δύναμη που νιώθω, τις μνήμες που ξυπνούν, τις εικόνες, που γεννά το σώμα, τον έλεγχο του μυαλού...
Το τρέξιμο με κάνει αγέρωχη στα μάτια μου. Με κάνει γενναία μέσα μου. Νιώθω ατρόμητη. Νιώθω αληθινή. Νιώθω αγάπη για αυτό το σώμα, που μου δίνει τόση ικανοποίηση.
Αυτά σκεφτόμουν στο αμάξι προς την Πέλλα. Νύχτα ακόμη ξημερώνοντας Κυριακή 3 του Απρίλη, την ημέρα του 11ου Μαραθώνιου Μέγας Αλέξανδρος. Κοίταζα τα αμάξια να έρχονται από την αντίθετη κατεύθυνση κι ένιωθα συγκίνηση μεγάλη για αυτό τον δρόμο που σε λίγο θα έτρεχα πάνω του. Για αυτά τα πόδια που θα κουβαλούσαν το φορτίο του σώματος μου, για αυτό το μυαλό που ήλπιζα να μην με εγκαταλείψει....
"Το μόνο που με πονά" ψιθύρισα στον εαυτό μου, "είναι όλα αυτά τα χρόνια που άφησα να πάνε χαμένα...Κοιμόμουν όρθια! Θα ήθελα τόσο να ήμουν 10 χρόνια νεότερη. Να έχω περισσότερα χρόνια μπροστά μου, για να τρέχω..."
Ένιωθα δυνατή. Ήρεμη. Ήξερα πως δεν είχα προετοιμαστεί τόσο καλά, μα δεν με ένοιαζε. Η αγωνία μου κι οι υποχρεώσεις τους τελευταίους μήνες με είχαν αποδιοργανώσει...η θλίψη των τελευταίων ημερών με είχε θέσει τελείως εκτός. Δεν μπορείς να τρέξεις σε Μαραθώνιο με μισάωρες προπονήσεις, τις τελευταίες δύο εβδομάδες...κι όμως εκείνη την ώρα ήξερα πως δεν μπορούσα να είμαι πουθενά αλλού...Μόνο εκεί, να ακολουθώ το χρωματιστό καραβάνι των ανθρώπων που χοροπηδηχτά χάνονταν μέχρι πέρα μακριά εκεί που έφτανε το μάτι.
Αυτόν τον Μαραθώνιο είχα αποφασίσει να τον τρέξω για έναν σκοπό πελώριο...Είχαμε κανονίσει με το Δέντρο Ζωής, να έχουμε μπλούζες με το όνομα του, να τρέξουμε με εκείνον μέσα μας, με την ελπίδα πως ο μικρός, θα βρισκόταν πια στη Βοστώνη κι εμείς θα συνεχίζαμε εδώ να μαζεύουμε χρήματα για την δική του Μαραθώνια διαδρομή.
Όμως σαν ο
ανιψιός μου χάθηκε, χάθηκε κάθε στόχος, κάθε ελπίδα, κάθε νόημα...μα είχα την ανάγκη να μείνει κάτι...κάτι. Δεν ήξερα τι, μα το ένιωθα πως αυτό το δρομικό ταξίδι έπρεπε να το κάνω!
Έτσι στάθηκα εκεί στην εκκίνηση μαζί με τους υπόλοιπους χρωματιστούς ανθρώπους νιώθοντας πιο άδεια από ποτέ, πιο θλιμμένη από ποτέ, πιο μόνη, μα και πιο ήρεμη και δυνατή από ποτέ...κι άρχισα να τρέχω...
Αυτά τα υπέροχα πρώτα χιλιόμετρα, είναι μαγικά. Τρέχουμε όλοι μαζί, ο ένας σχεδόν πάνω στον άλλο. Κανείς ακόμη δεν φορά ακουστικά. Ακούς ανάσες, ακούς βήματα μαλακά, ακούς χαμηλόφωνα γέλια και ψιθύρους γιατί όλοι μιλούν με μια τρυφερή ευλάβεια. Σαν να βρίσκονται σε ένα μέρος ιερό...Σαν όλες οι ψυχές ενώνονται μαζί προς τα πάνω και κοιτάζουν μακριά, πάνω από τα κεφάλια, πάνω από τα σώματα...
Μια υπέροχη μυστικιστική σχεδόν διαδικασία, σαν ομαδική προσευχή...Λίγα χιλιόμετρα μετά αυτό χάνεται. Οι άνθρωποι διασπώνται. Αποκτά ο καθένας τον ρυθμό του, οι παρεούλες χωρίζονται κι ο καθένας μπαίνει στην προσωπική του προσπάθεια. Την δική του σιωπή. Εκεί έβαλα τα ακουστικά κι άρχισε η εσωτερική μου συγκρότηση, ο διαλογισμός μου.
Σε αυτό τον Μαραθώνιο όλα ήταν αλλιώτικα. Η μαγεία κι ο ενθουσιασμός της πρώτης φοράς είχε δώσει την θέση τους σε μια απατηλή, βεβαιότητα. Όλα γνώριμα, μα τίποτε ίδιο!
Η απόλαυση μικρή, γιατί όλα τα μετέφραζα διαφορετικά. Το τεράστιο φιδογυριστό καραβάνι των ανθρώπων που έτρεχαν μου θύμιζε τους εξαθλιωμένους πρόσφυγες. Οι άνθρωποι που έτρεχαν φορώντας μπλούζες για φιλανθρωπικούς σκοπούς, μου θύμιζαν έναν σκοπό χαμένο. Οι μυρωδιές μου φανέρωναν τα κουφάρια νεκρών ζώων στις άκρες των δρόμων. Κάποια φορά τρόμαξα και χοροπήδησα, βλέποντας τα γυμνά δόντια ενός νεκρού σκυλιού. Όλα μου θύμιζαν εγκατάλειψη και τέλος. Όσα όσα δεν είχα, όλα όσα δεν πρόλαβα, όλα όσα δεν θα γίνουν ποτέ...
Γιατί τρέχεις; Έλεγα μέσα μου. Γιατί μου το κάνεις αυτό; Γιατί δεν είμαι σπίτι πρωί Κυριακής να τρώω πρωινό με τα μικρά μου; Γιατί με σέρνεις σ' αυτή τη σκληρή άγρια άσφαλτο που διαλύει τα γόνατα μου αντί να μ' αφήσεις να ξεκουραστώ;
Μα το μυαλό έκανε αυτό που ήξερε καλά. Με αγνοούσε κι έβαζε το ένα πόδι μπροστά από το άλλο..."Ήρθα για να τρέξω" σκεφτόμουν, αυτό και τίποτε άλλο...Κι έτρεχα δυνατά, ωραία, με άνεση, πέρασα το 21 χιλιόμετρα πιο γρήγορα από ποτέ κι ήμουν χαρούμενη κι ήρεμη και κάπου εκεί άρχισα να νιώθω έναν γνωστό πόνο. Τον ήξερα. Γνωριζόμασταν. Δεν τον φοβόμουν. Συνέχισα.
Όταν τρέχεις ξέρεις το σώμα σου. Οι αμέτρητες ώρες προπόνησης σου έχουν δείξει. Έχεις μάθει τις αδυναμίες σου, ποιο σημείο ζορίζεται, σε ποιο χιλιόμετρο, ποιος πόνος έρχεται πρώτος, ποιος ακολουθεί. Έχεις μάθει να ελέγχεις τον πόνο, να τον διακρίνεις, να τον ξεχωρίζεις, να τον καλωσορίζεις και να τον διώχνεις όταν μπορείς...Όταν δεν μπορείς έχεις μάθει να τον ανέχεσαι!
Το ξέρεις πως θα πονέσεις κι όλες οι προπονήσεις έχουν έναν στόχο, όχι να μην πονάς, μα να μάθεις να αντέχεις τον πόνο.
Ο πόνος μου δυνάμωνε, μεταμορφωνόταν, απλωνόταν. Άρχισε από το ισχίο. Σαν δυνατή σουβλιά. Οξύς, δυνατός, απόλυτος. Ένιωσα πως είναι αλλιώτικος από αυτόν που ήξερα. Πάντα με πονά το ισχίο, μα όχι έτσι. Αυτό τον πόνο δεν τον αναγνώριζα.
Συνέχισα μέχρι τον επόμενο σταθμό, μήπως και βρω πάγο και βοηθήσει. Δεν είχαν ψυκτικό. Συνέχισα μέχρι τον επόμενο σταθμό και πάλι δεν είχαν ψυκτικό.
"Σταμάτα μια μηχανή μου" είπαν. "Αυτοί έχουν". Σταμάτησα μια μηχανή. Δεν είχε ψυκτικό. Σταμάτησα μια δεύτερη. Δεν είχε. "Στον επόμενο σταθμό" μου είπε, "μετά την ανηφόρα"...
Ο ξεκούραστος άνθρωπο δεν μπορεί να διανοηθεί τι σημαίνει το "μετά την ανηφόρα"...Θύμωσα, μα συνέχισα. Στον επόμενο σταθμό δεν είχαν ψυκτικό. Κατέρρευσα στην άκρη του δρόμου από απογοήτευση. Δεν μπορούσε κανείς να με βοηθήσει. Ένα αναλγητικό, μια βοήθεια, μια συμβουλή, κάτι...Τίποτα.
Το μόνο που μου είπε η κοπέλα από τι πρώτες βοήθειες είναι πως τα λεφτά που πληρώνουμε δεν φτάνουν για πολυτέλειες...και δεν τους δίνουν ψυκτικά..."για βάλτα κάτω και μέτρα πόσα λεφτά πλήρωσες. Φτάνουν δεν φτάνουν!" έτσι μου είπε και αναρωτιόμουν τι διάολο σκεφτόταν και μου τα έλεγε αυτά εκείνη τη στιγμή, σε εμένα που ήμουν ιδρωμένη, σχεδόν στραβή και διαλυμένη από τον πόνο...
Με είδε απογοητευμένη και μου είπε, "μην στεναχωριέσαι, κάνε ένα κουράγιο στον επόμενο σταθμό έχει τζελάκια" κι αν δεν ήμουν τόσο χάλια θα γελούσα δυνατά. Με έστελνε για τζελάκια στον επόμενο σταθμό κι εγώ δεν μπορούσα να πάρω τα πόδια μου από τον πόνο. Έλεγε το ένα λάθος πράγμα πίσω από το άλλο κι ύστερα κοίταξε το όνομα μου κρεμασμένο στη συμμετοχή μου και μου είπε σοβαρά, "Κατερίνα κορίτσι μου, μήπως θέλεις να εγκαταλείψεις;'
Τα πόδια μου άρχισαν να τρέχουν από μόνα τους. Δεν ήθελα να μου μιλάει. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι σήμαινε το να είμαι εκεί.Τι σήμαινε αυτό που ζούσα. Σταμάτησα μόνο λίγα μέτρα μετά. Ήμουν συντετριμμένη με την διαπίστωση πως δεν μπορούσα να τρέξω. Ο πόνος από το ισχίο έφτανε μέχρι την πατούσα μου και είχε μουδιάσει όλος ο αριστερός γοφός μου, ένιωθα σουβλιές σε κάθε μου κίνηση...
Τι κάνω τώρα;
"Μην σταματάς. Μην αφήνεις το σώμα σου να κρυώσει. Κράτα χαλαρό ρυθμό. Συνέχισε. ΣΥΝΕΧΙΣΕ!"
Είναι αυτές οι φωνές που ακούς από ανθρώπους που σου είναι άγνωστοι και την κατάλληλη στιγμή σαν κάποιος να τους στέλνει εκεί, μόνο για εσένα...Σε προσπερνούν πολλοί, μα υπάρχουν και εκείνοι που σταματούν για εσένα...Έτσι κι εκείνος...Σταμάτησε για εμένα, με την παρέα του, για να μου δώσει δύναμη κι ένα χαλαρό ρυθμό, για να μου πιάσει κουβέντα και να ξεχαστώ. Άρχισα πάλι να τρέχω. Σιωπηλά, χωρίς χαρά, χωρίς επικοινωνία και συνέχισα έτσι. Αργά σαν χελώνα. Σταματώντας κάθε λίγο για να κάνω διατάσεις, ξεγελώντας τον εαυτό μου πως στο επόμενο δέντρο θα σταματήσω, στην επόμενη κολόνα, στο επόμενο χιλιόμετρο, στον επόμενο σταθμό...
Βρήκα ψυκτικό στον σταθμό του 33ου χιλιομέτρου. Δεν βοήθησε σε τίποτα και απλά συνέχισα να τρέχω, αργά, ασθμαίνοντας, κουτσαίνοντας, σταματώντας. Υποσχέθηκα στον εαυτό μου πως δεν θα το ξανακάνω αυτό για κανένα λόγο. Πως δεν θα ξαναπάρω μέρος σε κανένα Μαραθώνιο, πως δεν θα ξανατρέξω ποτέ πια στη ζωή μου.
Είχα από ώρα πετάξει τα ακουστικά καθώς δεν άντεχα τη μουσική κι άκουγα πια μόνο την ανάσα μου που έβγαινε με θόρυβο, μεγαλώνοντας την αυτολύπηση μου. Ήθελα να τελειώσει γρήγορα κι ο μόνος τρόπος, ήταν να τρέχω αντί να περπατάω.
Η πελώρια ανηφόρα αυτή που την προηγούμενη φορά με είχε αποτελειώσει μου φάνηκε αστεία. Όχι τυχαία προπονούμουν μόνο σε ανηφόρες τους τελευταίους μήνες. Ήμουν άνετη και λυπήθηκα που δεν μπορούσα να το απολαύσω. Που δεν μπορούσα να τρέξω σωστά και γρήγορα, μειώνοντας το χρόνο μου.
Όλα μέσα μου ούρλιαζαν να σταματήσω κι εγώ έτρεχα σαν υπνωτισμένη. Σαν το μυαλό να μην μπορούσε πια να δώσει καμία σωστή εντολή...Ήταν σαν να είχε γίνει ζελέ, μαρμελάδα!
...και κάπου εκεί στο 38ο χιλιόμετρο συναντώ πάλι τον τύπο που με είχε παρακινήσει στα ζόρικα..."τρέχεις ακόμη; Δεν σταμάτησες;"
Χαμογέλασα με κόπο...τι να του έλεγα; πως κάθε λεπτό έψηνα τον εαυτό μου να σταματήσει ή πως έκανα προπονήσεις έναν ολόκληρο χρόνο για να είμαι εκεί ή πως ακόμη κι αυτός ο απίστευτος πόνος, ήταν δώρο γιατί ήταν ζωή.
Εκείνος έμεινε πίσω γιατί φρόντιζε κι άλλους πονεμένους κι εγώ έφυγα μπροστά μα η φωνή του με ακολούθησε..."είσαι ψυχάρα". Μου φώναξε δυνατά "Είσαι ψυχάρα!"
Γέμισαν δάκρυα τα μάτια μου. Με αυτή την πολύτιμη ηχώ...μπήκα στα τελευταία επώδυνα χιλιόμετρα που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Είδα έναν δρομέα πεσμένο κάτω.Δυο μόνο χιλιόμετρα πριν το τέλος. Ήταν άνθρωποι πάνω του και του έδιναν τις πρώτες βοήθειες κι εκείνος φαινόταν να υποφέρει...Τι κρίμα, τι κρίμα, τόσο κοντά στο τέλος...Ήθελα να κλάψω,να κλάψω απαρηγόρητη γιατί ένιωθα και τον δικό του πόνο...μα εγώ άντεχα ακόμη κι είχα την ευκαιρία μου. Τον προσπέρασα τρέχοντας όσο πιο γρήγορα μπορούσα.
"Αυτός ο δρόμος είναι δικός μου κι ήρθα εδώ για να τον τρέξω το γαμημένο!" είπα κι ήταν σαν να έστελνα το μήνυμα κατευθείαν μέσα μου.Ο στόχος είχε από ώρα αλλάξει πορεία. Ο στόχος ήμουν πια εγώ!
Γιατί τον έζησα αυτό τον Μαραθώνιο;
Γιατί βίωσα όλον αυτό τον πόνο;
Για αυτά τα τελευταία χιλιόμετρα. Για εκείνο το δυνατό χτύπημα χεριών που άκουσα μπαίνοντας μέσα στην πόλη, περπατώντας κούτσα κούτσα κι όταν γύρισα να κοιτάξω προς το μέρος από όπου ακούστηκε το χτύπημα είδα έναν αθλητή από τα πέντε χιλιόμετρα που έτρεχε στη διπλανή λωρίδα να με κοιτάζει με ένταση και με το χέρι του μου έκανε μια κίνηση αυστηρή που σήμαινε,τρέξε! κι έτρεξα...
Για εκείνον τον τύπο που μπήκε μπροστά μου και μου φώναξε. "Είσαι αστέρι που το κάνεις αυτό. Αστέρι!"
Για εκείνη την απίθανη άγνωστη φωνή που ακούστηκε από κάπου να φωνάζει "Μπράβο, μπράβο 1728, Μπράβο σου!"
Για τον φίλο Δημήτρη που μπήκε μπροστά μου με την φωτογραφική του φωνάζοντας το όνομα μου κι ύστερα άπλωσε το χέρι του για να το χτυπήσω κι εγώ δεν είχα τη δύναμη να σηκώσω το δικό μου, μα η φωνή του μου έδωσε μια ακόμη σημαντική ώθηση. Για τους άγνωστους νεαρούς που φώναξαν "Μπράβο κυρία Κατερίνα", διαβάζοντας το όνομα μου στο έντυπο συμμετοχής πάνω μου! Ήθελα να τους μαλώσω "κεριά και λιβάνια καθάρματα" αλλά δεν είχα το παραμικρό κουράγιο!
Για τον φίλο Κώστα που μου φώναξε με όλη του τη δύναμη "Respect!" κι η φωνή του ακούστηκε ως τον ουρανό...Για το φίλο Σπύρο που στην κυριολεξία μπήκε μπροστά μου χοροπηδώντας και φωνάζοντας "Να 'την, να' την Κατερίνα. Α ρε Κατερίνα, Τερματίζεις!"
Για το αγαπημένο Σέργιο και την Μαρία, που φώναζαν το όνομα μου χειροκροτώντας με εκεί στην άκρη της διαδρομής, για την Ελισάβετ μου που μ'αγκάλιασε κι έκλαιγε κι εγώ δεν καταλάβαινα τι μου γινόταν και για εκείνον τον άγνωστο που μου φώναζε "Λίγο ακόμη. Λίγο ακόμη, ένα ακόμη κουράγιο, μην σταματάς" όταν έπρεπε να κάνω εκείνα τα γαμημένα τελευταία 195 μέτρα...γιατί όχι δεν είναι 42 χιλιόμετρα. Είναι 42.195 και τα τελευταία 195 μέτρα είναι σαν να σε κυνηγούν όλοι οι Δαίμονες της κόλασης μαζί!!!!
Γι αυτό έτρεξα. Για όλους αυτούς που με χειροκροτούσαν φωνάζοντας κι ενώ ένιωθα πως η εικόνα μου θα πρέπει να ήταν αξιοθρήνητη, στραβή, κουτσή, κατακόκκινη από τον δυνατό ήλιο και ιδρωμένη, μα ένιωθα ευγνωμοσύνη για κάθε φωνή. Για κάθε πολύτιμη ενθάρρυνση!
Κι έφτασα...με άθλιο χρόνο έξι μόλις λεπτά νωρίτερα από πέρσι...κουτσαίνοντας, ασθμαίνοντας, νομίζοντας πως θα σπάσω στα δύο...Δεν με ένοιαζε ο χαρούμενος κόσμος, οι φωνές, οι επευφημίες, το πανηγύρι γύρω μου...ήθελα απλά να εξαφανιστώ! κι ύστερα κάθισα ούτε θυμάμαι πως, στο γρασίδι κι έγινε το αναπόφευκτο. Άρχισε το σώμα να κρυώνει κι ο πόνος να γίνεται σαν μαύρη τρύπα έτοιμη να με καταπιεί. Δεν ήμουν πια εγώ, μα ένα κουβάρι.
Δεν θυμάμαι τίποτε πέρα από την απόγνωση που φέρνει ο σωματικός πόνος. Η προηγούμενη εικόνα της δύναμης κατέρρευσε και την θέση της πήρε αυτή...την αγαπώ αυτή την φωτογραφία, γιατί είναι τόσο αληθινή που με συγκινεί!
Μετά από τη συμβουλή του Σέργιου πήγα στα υπαίθρια θεραπευτήρια για μασάζ. Η κοπέλα που έκανε το μασάζ φώναξε τον χειροπρακτικό γιατί δεν μπορούσε να με βοηθήσει με τον πόνο, που δεν ήταν μυικός.
Εκείνος έβαλε τα πόδια μου στην σειρά και τα ίσιωσε. Μου είπε πως πως έχει μετατοπιστεί το ισχίο. Μετατόπιση ισχίου;
Δεν ήξερα τι σημαίνει αυτό, μα εκείνος χωρίς να με αφήσει να πάρω ανάσα μου έκανε ανάταξη κι έβαλε στη θέση τους τα οστά. Έγινα θέαμα...Οι φωνές μου θα μπορούσαν να ήταν αστείες αν δεν ήμουν τόσο αξιοθρήνητη και τα κρακ, κρουκ, ακούγονταν στα αυτιά μου σαν σπασίματα.
Ένιωθα σαν παρτάλι.Το σώμα μου δεν υπάκουγε σε καμιά εντολή πια και εκείνος δούλευε με ταχύτητα χωρίς να προλάβω καν να σκεφτώ, ή να τον σταματήσω για να πάρω μιαν ανάσα.
Κι ύστερα απλά μου είπε, σήκω...και σηκώθηκα!
Ένιωσα σαν τον αναστημένο Λάζαρο.Ο πόνος υποφερτός πια και περπατούσα. Στραβά, κουτσά, μα περπατούσα!
...Ο πόνος μετριάσθηκε, άρχισα πάλι να χαμογελώ, έφαγα ένα υπέροχο μπιφτέκι παρέα με φίλους, γέλασα με τα αστεία τους και τα πειράγματα τους, απόλαυσα ένα μαγικό παγωτό, έκανα μπάνιο, φόρεσα επιτέλους καθαρά ρούχα, έβαλα πάγο στα γόνατα και με τα πόδια ψηλά, ξάπλωσα στον καναπέ. Πονούσαν ακόμη και τα νύχια των χεριών μου. Πονούσε όλη μου η ύπαρξη. Δεν ένιωθα περηφάνια, μα ανακούφιση...και αμέσως μετά άρχισα να σκέφτομαι πως θα κάνω αποτελεσματική αποκατάσταση του ισχίου, άρχισα να οργανώνω καλύτερα τις μελλοντικές μου προπονήσεις και τις ασκήσεις ενδυνάμωσης και να σχεδιάζω τον επόμενο Μαραθώνιο, τον Κλασσικό στην Αθήνα. Έτσι απλά!
Αυτός ο Μαραθώνιος, όχι δεν ήταν μια υπέροχη πνευματική εμπειρία, σαν τον πρώτο. Ήταν πόνος κι απόγνωση. Δεν ήταν σιωπή. Ήταν ουρλιαχτό!
Σκέφτομαι τι πήρα από όλο αυτό.Τι πήρα κι ενώ ήμουν σε απόγνωση δεν εγκατέλειψα κι όχι μόνο αυτό, μα σχεδιάζω και τα επόμενα βήματα μου.
Τι ήταν αυτό που με έκανε να συνεχίσω.Τι ήταν αυτό που δεν μ'άφησε να παραιτηθώ...Δεν ξέρω στ'αλήθεια.
Το μόνο που ξέρω είναι πως εκείνες τις στιγμές, δεν ήμουν εγώ. Δεν ήταν το μυαλό μου. Βγήκε από μέσα μου μιαν άλλη. Ήμουν ολόκληρη ο στόχος κι αυτό σαν να με είχε εξουσιάσει. Τώρα νιώθω πόσο χαζό ή επικίνδυνο ήταν αυτό. Πόσο παιδαριώδες και ανόητο. Πόσο ρίσκαρα, να κάνω σοβαρή ζημιά στον εαυτό μου και πόσο τυχερή ήμουν...
Μα αν με ρωτήσει κανείς ποιος Μαραθώνιος ήταν πιο σημαντικός, θα πω αυτός...Ο τελευταίος μου. Γιατί μου έδωσε μια γνώση τόσο σημαντική που θα χρειαζόμουν χρόνια για να την κατακτήσω!
Όταν ξεκινάς μια διαδρομή, δεν ξέρεις που θα σε βγάλει. Ελπίζεις μόνο να έχει νόημα η προσπάθεια. Κι αυτή η προσπάθεια είχε νόημα κι αξία. Γιατί δεν χρειάζεται όπως νόμιζα, πείσμα για να τα καταφέρεις στα ζόρικα. Δεν αρκούν η προπόνηση, η τύχη, ο καιρός.
Για να τα καταφέρεις δεν αρκεί να το θέλεις πολύ. Δεν αρκεί να το έχεις ανάγκη. Δεν αρκεί να ζητάς βοήθεια, δεν αρκεί να σε εμψυχώσουν, να σε φροντίσουν και να σου δώσουν κουράγιο.
Αυτός ο Μαραθώνιος κατά έναν περίεργο τρόπο, μίκρυνε λίγο το μεγαλείο των 42.195 χιλιομέτρων στο μυαλό μου. Για να τα καταφέρεις να αναμετρηθείς μαζί του, χρειάζεται απλά, να έχεις αποφασίσει, να αναμετρηθείς με τον εαυτό σου.
Με τον φόβο, την αγωνία, τον πόνο, την ματαίωση, την πίκρα, τη θλίψη που αντέχεις και τη χαρά που δεν αντέχεις...
Γιατί είναι θηρίο κι όλα τα αντέχει ο άνθρωπος, το μόνο που δεν αντέχει...είναι ο άγνωστος εαυτός του!
Σε αυτόν τον Μαραθώνιο ξανά συστηθήκαμε ο εαυτός μου κι εγώ...και τίποτε δεν θα είναι ποτέ ξανά το ίδιο γιατί αν στον προηγούμενο Μαραθώνιο κέρδισα το θαυμασμό του εαυτού μου σε τούτον αντιλήφθηκα πως είμαι πολύ λίγη μπροστά σε αυτό που είναι εκείνο...το μέχρι τώρα άγνωστο κομμάτι μου!
Αγαπημένοι, μέσα μας έχουμε έναν άγνωστο εαυτό...σε αχρηστία. Βγαίνει μπροστά, μόνο αν το πείσμα κι εγωισμός μας γίνουν σφουγγαρόπανα. Την απίθανη εκείνη στιγμή που θα εμφανιστεί, δεν γίνεσαι ήρωας, ούτε αποκτάς δυνάμεις υπεράνθρωπες. Αντίθετα αντιλαμβάνεσαι πως είσαι φτιαγμένος από σάρκα κι οστά.
Σάρκα και οστά. Ανθρώπινος. Πιο ανθρώπινος από ποτέ. Πιο ευάλωτος από ποτέ. Πιο αληθινός από ποτέ!
Καταλαβαίνεις πως ο πόνος είναι σύμπτωμα, της σάρκας και των οστών, μα ξεχειλίζει από τα πιο σκοτεινά κουτάκια του μυαλού σου κι εκεί η επέμβαση είναι δύσκολη μα καίρια...
Αν ήρθε η ώρα να εγκαταλείψεις κάνε το...μα να είσαι σίγουρος πως ήρθε η ώρα, γιατί αλλιώς θα έχεις εγκαταλείψει μια ακόμη μάχη που άξιζε να δοθεί!
Γιατί η επιλογή, δεν είναι μόνο, ελευθερία, είναι κι ευθύνη!
Keep running λοιπόν, όχι γιατί δεν έχεις επιλογή, μα γιατί είσαι ελεύθερος να επιλέξεις ακόμη και τον πόνο. Όχι επειδή είσαι δυνατός, όχι γιατί δεν τον φοβάσαι, μα γιατί δεν τον φοβάσαι τόσο που να εγκαταλείψεις! Εκτός κι αν η εγκατάλειψη, δεν σε τρομάζει περισσότερο, από τον ίδιο τον πόνο...
Καλημέρα αγαπημένοι...Πονάμε, όμως δεν είμαστε, ούτε κάνουμε τους ατρόμητους. Είμαστε άνθρωποι, με σώμα αληθινό, γεμάτο ατέλειες και αδυναμίες. Γεμάτο πάθη και πληγές.
Μα ευτυχώς απλώνεται ο δρόμος μπροστά μας...κι ο δρόμος είναι μακρύς, μα είναι η ευκαιρία. Η ευκαιρία που είναι δική μας. Το δώρο της ζωής προς εμάς. Ο δρόμος είναι η δυνατότητα να μάθουμε, να αλλάξουμε, να γνωρίσουμε, να ζήσουμε.
Ο δρόμος είναι η υπόσχεση, για όλα αυτά που ποτέ δεν τολμήσαμε...Συνεχίζουμε! "Δεν αφήνουμε το σώμα μας να κρυώσει".
Έχουμε πάντα την επιλογή της εγκατάλειψης, μα συνεχίζουμε γαμώτο!
Σας ευχαριστώ όλους ακόμη μια φορά για όλα τα υπέροχα, γεμάτα έμπνευση μηνύματα σας. Ευχαριστώ όλους τους άγνωστους ανθρώπους που με βοήθησαν εκεί στην άκρη κάθε δρόμου. Οι φωνές τους ήταν δροσερό αεράκι στα διαλυμένα πόδια μου.
Τον φίλο δρομέα που με εμψύχωσε στα δύσκολα, τον βρήκα. Κάπως μαγικά κάτι μας συνέδεσε και βρεθήκαμε στον ιντερνετικό χώρο μερικές ώρες μετά. Είναι όχι τυχαία ο πρόεδρος του Συλλόγου Δρομέων Υγείας Θεσσαλονίκης κι απέδειξε πως ο αθλητισμός είναι πάνω από όλα αλληλεγγύη. Είχα για καλή μου τύχη,την ευκαιρία να του πω ένα μεγάλο ευχαριστώ.
Τέλος ένα μεγάλο ευχαριστώ στο αγαπημένο μου
Κοινωνικό Σύλλογο Δέντρο Ζωής και τους φίλους μου! Έτρεξα μαζί σας... σας ευχαριστώ που κάνατε το στόχο μου στόχο σας κι αν ακόμη το στόχος χάθηκε...δεν χάθηκε ποτέ το νόημα! Νιώθω ευγνωμοσύνη που για ακόμη μια φορά ήσασταν εκεί! Μου είστε πολύτιμοι...
Κατερίνα