Ο Όλυμπος είναι όμορφος τριγύρω η ομορφιά περισσεύει άγρια, ξεχωριστή. Δέντρα ξεπροβάλλουν μέσα από την ομίχλη. Είναι όμορφα, μα η βροχή...η βροχή μας τρέλαινε...
Γλιστράς στις λάσπες, στα βράχια που πιάνουν γλίτσα και είναι υγρά. Ακούς τα βήματα σου και ανεβαίνοντας παρόλο που ο καιρός κοντά στη θάλασσα είναι ακόμη σχετικά ζεστός, εκεί στο βουνό αρχίζεις να βλέπεις τα χνώτα σου σε κάθε ανάσα... Η ατμόσφαιρα αλλάζει...
Άρχισα να νιώθω πια την κούραση στο κορμί μου...Είχαμε καμιά ώρα ακόμη για να φτάσουμε στο καταφύγιο του Ζολώτα. Έλεγα στον εαυτό μου "άντε ένα κουράγιο ακόμη δεν έμεινε πολύ". Ήθελα να γκρινιάξω μα ήταν δύσκολο...γκρίνιαζα από μέσα μου.
Για τη βροχή. Για την ομίχλη. Για το κρύο. Για το ότι ήμουν μούσκεμα. Για τους μυς μου που πονούσαν. Για τα πνευμόνια μου που παρόλο που γυμνάζομαι τόσο, έκαιγαν. Για το ότι ένιωθα πως το σώμα μου είναι ένα σαράβαλο!
Για την απόφαση μου να είμαι εκεί...για τα γόνατα μου...ω! Θεέ μου για τα γόνατα μου που ένιωθα πως θα σπάσουν... Μέσα μου ένας φόβος πάντα πως ίσως αυτή τη φορά δεν θα τα καταφέρω. Πως ίσως δεν σταθώ τυχερή. Πως ίσως ο Όλυμπος δεν μας αφήσει αυτή τη φορά...και τώρα δεν ήμουν μόνη κι αν; κι αν;
Προσπαθούσα να συμμετέχω στις συζητήσεις με την παρέα των κοριτσιών, να μην αφήνω να με παρασύρουν το συναίσθημα κι η κούραση γιατί δεν ήμουν μόνη.
Προχωρούσα με το κεφάλι χαμηλά. Τα μάτια στραμμένα στα πόδια ρίχνοντας κλεφτές ματιές τριγύρω σιχτιρίζοντας από μέσα μου που η ομίχλη δεν μας άφηνε να δούμε τίποτα από το μαγικό τοπίο τριγύρω...
Σκατά. Σκατά. Σκατά!
Άκουγα τα γέλια της ομάδας που προπορευόταν, τις ομιλίες από τα κορίτσια γύρω μου. Τις ανάσες τους. Ήμουν εκεί μαζί τους μα τόσο μακριά...Τι ήθελα εκεί; Τι ζητούσα; Γιατί έβαζα τον εαυτό μου σε αυτή τη δοκιμασία να ζορίζω το σώμα μου;
Ένιωθα μεγάλη. Πολύ μεγάλη για όλη αυτή την ταλαιπωρία. Για το κρύο, την καταπόνηση, την υγρασία, την αϋπνία που με περίμενε στο καταφύγιο...όλα μου φαινόταν βουνό!
Σκέψεις. σκόρπιες. Σκοτεινές. Καταθλιπτικές....και ξάφνου σήκωσα τα μάτια μου κι από απέναντι είδα να έρχεται ένας ηλικιωμένος άντρας.
Προχωρούσε σταθερά στο μικρό σαθρό μονοπάτι, με δυο μπατόν πεζοπορίας, περασμένα στα χέρια του.
Την ώρα που προσπερνούσε του φώναξα "καλημέρα" στα Αγγλικά. Γύρισε από εκεί που ερχόταν η φωνή, κοντοστάθηκε και είπε με τη σειρά του καλήμερα στα Γερμανικά.
Στεκόμασταν δίπλα δίπλα στο στενό μονοπάτι και παρατήρησα ξαφνιασμένη πως δεν εστίαζε το βλέμμα του πάνω μου. Τον ρώτησα στα Γερμανικά από που έρχεται. Προσπάθησε να καταλάβει από που έρχεται η φωνή και για πρώτη φορά σκέφτηκα "μα τι διάολο δεν μ' ακούει;"
Κοιταζόμαστε με την Αλεξάνδρα που ήταν δίπλα μου...λες να μην ακούει;
Του πιάνω το μπράτσο και τον ξαναρωτάω σκύβοντας κοντά στο αυτί, από που έρχεται. Γυρίζει το κεφάλι του και κοιτάζει μέσα μου, πίσω μου...Τα μάτια του είναι κάτασπρα θολά. Μόνο στις ταινίες έχω δει τέτοια μάτια...Κενά! Ταράχτηκα!
Βλέπει κάπου πέρα μακριά και μου λέει δυνατά... "Είμαι Πολωνός. Έρχομαι από τη Γερμανία."
Κι ύστερα με μια κίνηση που θα θυμάμαι πάντα χτυπά έντονα με το δάχτυλο το στήθος του "Εγώ", λέει δυνατά καθαρά, "είμαι ενενήντα τέσσερα χρονών. Δεν ακούω και δεν βλέπω...κι αυτά" λέει σηκώνοντας τα μπατόν που κρατούσε "είναι τα μάτια μου"!
Έπεσε μια βαθιά σιωπή θαρρείς σε όλο το βουνό...Τι μπορούσα να σκεφτώ; Τι μπορούσα να πω; Δεν τολμούσα να νιώσω τίποτε περισσότερο από δέος!
Έσφιξα δυνατά το μαλακό του μπράτσο και είπα "Μπράβο. Μπράβο"...δυνατά να μ' ακούσει κι εκείνος σήκωσε το χέρι του με το μπατόν στον αέρα, σε έναν γρήγορο βουβό χαιρετισμό και συνέχισε το δρόμο του προχωρώντας γοργά με τα τυφλά του μάτια στο στενό μονοπάτι και δίπλα του ο γκρεμός...
Είναι μόνος είπα. Δεν βλέπει. Δεν ακούει. είναι ενενήντα χρονών κι ανέβηκε εδώ πάνω ολομόναχος. Η Αλεξάνδρα ψιθύρισε..."Δεν είναι μόνος. Κάποιος τον προσέχει. Είναι το παιδί του. Η αγάπη του. Είναι ο Θεός ο ίδιος, μα δεν είναι μόνος κάποιος Άγγελος είναι δίπλα του..."
Έμεινα για λίγο να κοιτάζω την πλάτη του παγωμένη. Μα στ'αλήθεια το ζήσαμε αυτό; Στ' αλήθεια τον συναντήσαμε; Κι ύστερα σήκωσα την μηχανή και φωτογράφισα την πλάτη στου ενενηντάχρονου γίγαντα...
Αν ήμουν μόνη θα έκλαιγα. Θα έμενα εκεί παγωμένη και θα έκλαιγα με απελπισία...για όλα αυτά που δεν βλέπει. Για όλα αυτά που δεν ακούει...για όλα αυτά που νιώθει με κάθε του οξυμένη αίσθηση κι εγώ αδυνατώ να κατανοήσω! Είχε περισσότερη ζωή μέσα του από εμένα. Περισσότερη πίστη, περισσότερη τρέλα, περισσότερο πάθος. Για όλα!
Ήταν πιο ζωντανός από εμένα. Πιο ζωντανός από όσο μπορούσα εγώ να διανοηθώ!
Ήθελα να κλάψω για τη μοναξιά του που φαινόταν να τον κάνει τόσο ήρεμο και αποφασισμένο...
Ενενήντα τέσσερα χρονών. Ήρθε από τη χώρα του και ανέβηκε εκεί με τα γερά του πόδια, στο δικό μας βουνό...να συναντήσει όλους τους Δαίμονες και τους Αγγέλους του. Να δει μέσα από τα σκοτάδια που κατοικεί το σώμα του. Να νιώσει όσα δεν του επιτρέπουν να ακούσει τα αυτιά του...
και μπορεί να μην μπορούσε να δει τα πανύψηλα δέντρα καθώς στέκονταν αγέρωχα στις απόκρημνες πλαγιές. Μπορεί να μην μπορούσε να ακούσει τον αέρα να βουίζει περνώντας απαλά μέσα από τα κλαδιά.
Μπορεί να μην μπορούσε να ακούσει τις στάλες της βροχής να πέφτουν στα φύλλα, ούτε μπορούσε να δει τα μαγικά χρώματα του πράσινου που γυάλιζε και την ομίχλη που σκέπαζε τα άγρια βράχια...μα όλα όσα δεν μπορούσε δεν τον σταμάτησαν από το να μπορεί. Να μπορεί να είναι εκεί. Εκεί που εγώ ανέβαινα βαρυγγομώντας, με το γερό μου σώμα. Με όλες μου τις αισθήσεις...και δεν το εκτιμούσα. Και δεν το ζούσα!
Όλα όσα δεν μπορούσε τον έκαναν να μπορεί ακόμη περισσότερα. Να διεκδικεί ακόμη περισσότερα. Να προχωρά μακριά, όπου μπορεί, όπου δεν είναι δυνατόν να μπορεί κι όμως...μπορούσε!
Έφυγε και χάθηκε από τα μάτια μας σαν ξωτικό. Ένα με το δάσος κι ήταν σαν να βλέπω το νέο άντρα. Το παλικάρι που κατοικεί ακόμα, μέσα σε αυτό το γερασμένο σώμα. Ήταν σαν να έβλεπα τη σκηνή από το μαγικό έργο του Καζαντζάκη Αναφορά στο Γκρέκο. Έναν άνθρωπο στη δύση του, να στέκεται εκεί μπροστά μου και να αντιστέκεται. Μάχη μαγική και γενναία!
Απλώνω το χέρι, φουχτώνω το μάνταλο της γης, ν' ανοίξω την πόρτα να φύγω, μα κοντοστέκουμαι στο φωτεινό κατώφλι ακόμα λίγο.
Δύσκολο, δύσκολο πολύ, να ξεκολλήσουν τα μάτια, τ' αυτιά, τα σπλάχνα από τις πέτρες και τα χόρτα του κόσμου λες: Είμαι χορτάτος, είμαι ήσυχος, δε θέλω πια τίποτα, τέλεψα το χρέος και φεύγω· μα η καρδιά πιάνεται από τις πέτρες κι από τα χόρτα, αντιστέκεται, παρακαλάει: «Στάσου ακόμα!»
Μάχουμαι να παρηγορήσω την καρδιά μου, να τη συβάσω να πει λεύτερα το ναι. Να μη φύγουμε σαν σκλάβοι, δαρμένοι, κλαμένοι, από τη γης, παρά σαν βασιλιάδες που έφαγαν, ήπιαν, χόρτασαν, δε θέλουν πια, και σηκώνουνται από το τραπέζι. Μα η καρδιά χτυπάει ακόμα μέσα στα στήθια, αντιστέκεται, φωνάζει: «Στάσου ακόμα!»
Στάσου ακόμα λοιπόν! Εσύ που όλα τα μπορείς και δεν το ξέρεις. Στάσου ακόμα για μια μεγαλειώδη μάχη με τον εαυτό σου, για να φτάσεις όπου δεν μπορείς...Να τολμήσεις να κοιτάξεις πέρα μακριά και να ρισκάρεις να πας μέχρι εκεί, σε όλα αυτά που σε περιμένουν να τα εξερευνήσεις.
Εκεί σε εκείνο το μαγικό βουνό πήγα φέτος για να μάθω πολλά μα πιο πολύ για να συναντήσω εκείνον. Για να δω με τα μάτια μου τι γίνεται σαν η ψυχή αντιστέκεται σε ένα σώμα. Πως είναι το μυαλό να μην φοβάται, να μην λογαριάζει τη σάρκα. Πως είναι να περπατάς στα τυφλά και να βλέπεις όλα όσα χρειάζεσαι.
Βρέθηκα εκεί για να τον συναντήσω κι είδα τους δαίμονες των φόβων μου να καταρρέουν μπροστά στους γίγαντες των δικών του ονείρων!
Αγαπημένοι...Χαίρομαι που δεν ήμουν μόνη και μπορούν κι άλλοι να επιβεβαιώσουν αυτή την συνάντηση γιατί αν ήμουν μόνη, πραγματικά θα νόμιζα πως είδα όραμα...Υπάρχει μια φωτογραφία που με τράβηξε η Σμαρώ το άλλο κορίτσι της παρέας, αμέσως μετά. Στέκομαι με τα χέρια στη μέση και τον κοιτάζω να απομακρύνεται και το βλέμμα μου, είναι γεμάτο ερωτηματικά...
Σοβαρά τώρα; Ενενήντα, κουφός και τυφλός στη μέση του Ολύμπου; Αλήθεια;
Σοβαρά τώρα; Ενενήντα, κουφός και τυφλός στη μέση του Ολύμπου; Αλήθεια;
Αντίσταση λοιπόν. Στους φόβους, στην γρίνια, στα δεν μπορώ, στα δεν αντέχω!
Αντίσταση! Αυτό έχω να πω και καλή σου μέρα άγνωστε γέροντα...όπου κι αν είσαι!
Σε λίγες μέρες θα ακολουθήσει μια ακόμη ανάρτηση από την φετινή μας αλλιώτικη περιπέτεια από την φετινή ανάβαση στον μαγικό Όλυμπο...
Καλημέρα Αγαπημένοι. Φωτεινή Φθινοπωρινή καλημέρα! "Στάσου ακόμα"!
Κατερίνα