Μου ήρθε μέρες τώρα στο μυαλό μια μνήμη… Μια μνήμη αγαπημένη… Ο μικρός μου γιος επτά χρονών τότε είχε πάει με το Σχολείο της Φύσης στο μαγικό Καζαβίτι στη Θάσο. Η πρώτη του απόδραση χωρίς τη μαμά και το μπαμπά. Δυο εβδομάδες παρέα με τα φιλαράκια του, στο σπίτι της Νίτσας και του Νίκου, να κυνηγούν νεράιδες στο δάσος, να κάνουν μπάνιο στις βάθρες του ποταμιού, να κοιμούνται στην άμμο στην παραλία των μεταλλίων, να τραγουδούν με κιθάρες γύρω από τη φωτιά, να κάνουν νυχτερινές βουτιές στην θάλασσα, να περπατούν σιωπηλά στην σπείρα της αιωνιότητας, να χορεύουν στη βροχή, να ζωγραφίζουν, να παίζουν μπουγέλο και βραδινό κρυφτό, να μαγειρεύουν παρέα, να δημιουργούν, να ζουν το καλοκαίρι με όλο τους το είναι.
Στην επιστροφή όλοι οι γονείς έχουμε μαζευτεί με tρελή αγωνιά και περιμένουμε τα πιτσιρίκια μας, με πανό καλωσορίσματος κι ενθουσιασμό. Μόλις φτάνουν τα πουλμανάκια τα παιδιά κατεβαίνουν με απόλυτη τάξη και σιωπή. Οι δάσκαλοι μας κάνουν νόημα να μην πλησιάσουμε. Αδημονούσαμε, σχεδόν καιγόμασταν από την επιθυμία να τα σφίξουμε στα χέρια μας, να ριχτούμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου….μα εκείνα περπάτησαν σιωπηλά. Κάθισαν κάτω στη γη όλα μαζί σαν μικρά παπάκια και άρχισαν να τραγουδούν με εκείνη την μαγική μελωδική φωνούλα τους «άσπρα καράβια τα όνειρα μας για κάποιον ρόδινο γιαλό, άσπρα καράβια τα όνειρα μας….».
Εύθραυστα μα και τόσο δυνατά που είχαν ζήσει δυο ολόκληρες εβδομάδες χωρίς εμάς.
Στεκόμασταν απέναντι τους και κλαίγαμε! Κλαίγαμε όλοι οι γονείς από χαρά κι έπειτα τα μικρά πλάσματα σηκώθηκαν κι ήρθαν κοντά μας με τρόπο τελετουργικό κι ήρεμα, σταθερά έτειναν τα χέρια τους και μας χάρισαν ένα ματσάκι ρίγανη και ένα κομμάτι κόκκινο ύφασμα από το φόρεμα της νεράιδας που είχαν βρει στο δάσος, σύμβολο της παντοτινής τους σύνδεσης, με εκείνο το κομμάτι της παιδικότητας που κρύβει μαγεία..
Ηταν σαν να σταμάτησε ο χρόνος για μια στιγμή εκεί μπροστά τους. Θυμάμαι τον μικρό λιοσποράκι μου να τραγουδά με την λεπτή παιδική σχεδόν ραγισμένη φωνούλα του. Σοκολατένιος από τον ήλιο, όμορφος και τόσο ευτυχισμένος. Κι ύστερα να απλώνει το χέρι του και να μου χαρίζει τη ρίγανη που μάζεψε από το βουνό και το τρυφερό χεράκι, να μυρίζει ξεγνοιασιά κι ελευθερία! Το τρυφερό του χεράκι να μυρίζει καλοκαιρινή πατρίδα και γελούσα κι έκλαιγα. Θεέ μου έκλαιγα με μια χαρά που όμοια της είχα ζήσει την στιγμή εκείνη την πολύτιμη που σφιχτά τον κράτησα στην αγκαλιά μου, λίγες μέρες αφότου γεννήθηκε στο νεογνολογικό του Ιπποκράτειου!
Σαν βλέπεις να μεγαλώνει ένα παιδί που κόντεψε να χαθεί, νιώθεις μικρός μπροστά στη μεγαλοσύνη της ζωής. Έτσι ένιωθα τότε και το θυμήθηκα σαν μια μαμά πρόσφατα μου μίλησε για την πρώτη εμπειρία του μικρού της γιου στο Καζαβίτι στην φετινή εκδρομή του Σχολειού της Φύσης…
Τι μαγικές στιγμές ζήσαμε με το σχολείο αυτό. Γέμισε την ζωή μας με νόημα και ανθρώπους. Τι στιγμές υπέροχες μοιραστήκαμε με όλους τους γονείς που έγιναν συνοδοιπόροι και φίλοι και κτίσαμε σχέσεις ζωής! Πόσο μου λείπουν εκείνες οι μέρες. Εκείνα τα συναισθήματα κι εκείνη τη σύνδεση με τους ανθρώπους. Τότε που η ζωή ήταν γεμάτη απλότητα και μαγεία. Εκείνη την μαγεία που ανακαλύπταμε μέσα στα μάτια των μικρών παιδιών μας! Τώρα τα παιδιά μας είναι έφηβοι…τρελοί και παθιασμένοι με τη ζωή, με έναν τρόπο διαφορετικό. Αλίμονο, σε λίγες μέρες το λιοσποράκι γίνεται δεκαπέντε! Τι ευλογία....
Και μπορεί να ζούμε μέρες δύσκολες και παράξενες μα τα παιδιά βρίσκουν τον τρόπο να κάνουν την ζωή απλή…τα παιδιά, τα ζώα και τα λουλούδια…Έτσι, με μιαν ωραία καθαρότητα καθώς τα παιδιά μεγαλώνουν, τα λουλούδια ανθίζουν και τα ζώα χοροπηδούν στα πόδια μας με ενθουσιασμό!
Οι μέρες είναι καυτές, γεμάτες χρώματα. Οι φλαμουριές γέμισαν μελένιες μυρωδιές τον αέρα, τα στάχυα θερίστηκαν. Συναντηθήκαμε με τους γονείς και την αδελφή μου μετά από μήνες κι αγγιχτήκαμε κι αγκαλιαστήκαμε κι εκείνη η αγκαλιά είχε κάτι το θεραπευτικό. Σαν να κλείνουν ρωγμές, σαν να επουλώνονται πληγές. Τούτος ο Χειμώνας μας πόνεσε. Μας χώρισε. Μας φόβισε. Τούτος ο Χειμώνας μας απείλησε κι ήρθε το Καλοκαίρι να μας ζεστάνει ξανά και να γεμίσει φως τα παγωμένα σκοτάδια. Ναι το Καλοκαίρι έρχεται για να μας βοηθήσει να αντέξουμε …Το Καλοκαίρι έρχεται για να γεμίσει με φως τα μάτια και να λιώσει τις παγωμένες ψυχές.
Λατρεύω τα Καλοκαίρια. Μπορώ να ζήσω μια ζωή σε ένα παντοτινό Καλοκαίρι. Ναι μπορώ! Με τις μέρες να είναι λαμπερές και καθάριες. Με τον αέρα να κουβαλά βαριά αρώματα και νοτιάδες να μου χαϊδεύουν τα μαλλιά. Με τη θάλασσα να γεμίζει με ήχους τα αυτιά μου και το απέραντο μπλε της να ξεκουράζει τα μάτια μου….κι εκείνο τον ήλιο να στραφταλίζει μέσα της σαν αιώνιος εραστής. Ναι! Θα ήθελα η ζωή να κουβαλούσε περισσότερα και μεγαλύτερα, λαμπερά Καλοκαίρια! Ιδίως μετά από τέτοιους Χειμώνες …αδιανόητα πικρούς και κρύους…
Αυτά σκέφτομαι και αναρωτιέμαι τι λείπει …τι λείπει από την ζωή και η απάντηση είναι μια! Αυτό που περισσότερο μου λείπει είναι οι άνθρωποι. Η σύνδεση μας, οι αγκαλιές μας, τα ξέγνοιαστα γέλια μας, οι μπύρες στην άμμο, οι απλοϊκές συζητήσεις μας, τα παιχνίδια των παιδιών μας ενώ εμείς αγναντεύουμε τις θάλασσες, η Ζωή. Το μαγικό αυτό κορίτσι με τα ξέμπλεκα μαλλιά που γέμιζε με φως τα μάτια μας! Η Ζωή γαμώτο, που μας χαρίζονταν χωρίς προϋποθέσεις, χωρίς μάσκες, εμβόλια κι αποστάσεις… Χωρίς προφυλάξεις. Η Ζωή που ζούσαμε σαν καλοκαιρινό έρωτα εφήβων… κι όχι σαν συζυγική σχέση συνταξιούχων!
Την λαχταρώ. Την μνημονεύω. Την αναζητώ στα ξέγνοιαστα γέλια των παιδιών μου, στα χρωματιστά μπουμπούκια των λουλουδιών μου και στις χαρούμενες ουρές των σκύλων μου…και την βρίσκω στα μάτια των ανθρώπων που κοιτάζουν με λαχταρά τα σφιγμένα χέρια και τις κλειστές αγκαλιές…αχ αυτά τα πικραμένα μάτια!
Μου θυμίζουν όλα όσα θεωρούσαμε αυτονόητα κι έπαψαν να είναι. Όλα όσα θεωρούσαμε δικά μας και δεν είναι. Όλα όσα νομίσαμε πως είμαστε και δεν είμαστε.
Απογοητεύομαι, πόσο απογοητεύομαι και θλίβομαι…κι ύστερα ξυπνώ μια μέρα μπαίνω στην κουζίνα και προσπαθώντας να ξεκρεμάσω το τηγάνι από το τσιγκέλι που είναι κρεμασμένο, ακουμπώ με το χέρι στο ματσάκι με τη ρίγανη. Ναι εκείνο το ματσάκι που είναι ακόμη κρεμασμένο εκεί μετά από τόσα χρόνια. Ενθύμιο αγάπης. Κοντοστέκομαι ξαφνιασμένη και το κοιτάζω. Κι έπειτα τρίβω με τα ακροδάχτυλα μου τα φυλλαράκια και Θεέ μου. Μυρίζει ακόμη. Μυρίζει όπως τότε. Δεν έχασε τίποτε από την μαγική μυρωδιά της. Όπως τότε που ζούσε ελεύθερη φυτρωμένη στην πλαγιά του βουνού και ο ήλιος χάιδευε τα φύλλα της. Μάζευε την ενέργεια του και τόσα χρόνια ξεραμένη την κουβαλά ακόμη μέσα της. Θα την κουβαλά για πάντα…Ναι θα κουβαλά για πάντα εκείνη την μυρωδιά της καλοκαιρινής μας πατρίδας. Ξεγνοιασιά κι ελευθερία!
Ένα μικρό ματσάκι ρίγανης που κουβαλά μια πίστη κι ένα για πάντα! Ακούς; Για πάντα!!
Καλημέρα αγαπημένοι! Τρίψτε ρίγανες και βασιλικούς, με τα ακροδάχτυλα σας και θυμηθείτε… Εδώ είμαστε. Εδώ!
Κατερίνα
Ακούστε το δυνατά τα τρανταχτεί το μέσα! Αφιερωμένο...