Μέσα από αυτό το blog έχω μοιραστεί πολλά τα τελευταία δέκα χρόνια. Στιγμές σκέψεις εικόνες. Τα παιδιά να μεγαλώνουν, να αλλάζουν, να μεταμορφώνονται από νήπια σε νεαροί έφηβοι και να τώρα ακόμη μια εμπειρία ήρθε να προστεθεί και να τη μοιραστώ μαζί σας. Ο μεγάλος γιος είναι φοιτητής πια κι έφυγε από το σπίτι!
Από την στιγμή που τα παιδιά ήρθαν στην ζωή μας αυτό κάναμε χωρίς να το καταλάβουμε. Τους προετοιμάζαμε να ζήσουν χωρίς εμάς… Τους μαθαίναμε, διδάσκαμε εκπαιδεύαμε. Ξανά και ξανά. Με σκληρό τρόπο, με γλυκό τρόπο, με δοτικό τρόπο, με αλλόκοτο τρόπο…με τον τρόπο του ο καθένας. Δεν το αντιλαμβανόμασταν τότε μα το αντιλήφθηκα τώρα. Την στιγμή που στάθηκε μπροστά μου νεαρός άντρας πια κι έπρεπε να γυρίσω σπίτι χωρίς εκείνον! Εκεί το αντιλήφθηκα. Αυτό κάναμε λοιπόν. Τον εκπαιδεύαμε να ζήσει μόνος ….Κι εκεί ήρθαν όλες οι αγωνίες με μιας! Άραγε τα καταφέραμε;
Η τελευταία μας χρονιά μαζί ήταν όμορφη. Εκείνος φοιτητής και σούπερ χαλαρός, αλλά μπροστά μας μια πανδημία οπότε τα πανεπιστήμια κλειστά και όλα τα μαθήματα γίνονταν από το σπίτι. Ήταν μια χρονιά δώρο μετά την δύσκολη χρονιά των Πανελληνίων. Ωστόσο ασφυκτιούσε. Ήθελε να είναι μόνος του να βλέπει τους φίλους του, να γνωρίσει τους συμφοιτητές του , να πάει στο Πανεπιστήμιο, να δει τα εργαστήρια, να πηγαίνει στα κουτούκια και να μαζεύονται στα σπίτια και να κάνουν τα δικά τους, να ζήσει επιτέλους την φοιτητική ζωή που ονειρευόταν!
Το περιμέναμε όλοι με λαχτάρα. «Να φύγεις να ησυχάσει η πλάση» του φώναζα καθώς κυκλοφορούσε με ένα μικρό φορητό ηχείο παντού μέσα στο σπίτι και η συνήθως κουβανέζικη μουσική ήταν εκκωφαντική! «Να πας σπίτι σου, να μαζεύεις μόνος σου το χάος σου» του έλεγα καθώς είχε κάνει το σαλόνι σχεδιαστήριο, και μηχανολογικό εργαστήριο. Βίδες κατσαβίδια και κομματάκια από χαρτιά και σίδερα παντού! Γελούσε εκείνος και γινόταν ακόμη πιο πληθωρικός και θορυβώδης! Λίγο πριν φύγει καθαρίσαμε το δωμάτιο του και του αδερφού του.
Ω Θεέ μου τι δωμάτια ήταν αυτά…. Είχαν στοιβαγμένα όλα όσα αγαπούμε από τότε που ήταν μωρά. Σαν αποθήκες. Καθαρίσαμε το χάος κι όσο καθαρίζαμε αντιλαμβανόμουν τι συνέβαινε. Όλοι οι μικροί θησαυροί που κάποτε ήταν πολύτιμοι τώρα πια ήταν άχρηστα αντικείμενα. «Αυτό δεν το θέλω, ούτε αυτό, ούτε αυτό»….κι εγώ από τη μια ήθελα να καθαρίσει όλο αυτό το χάος κι από την άλλη τον κοίταζα με τρόμο… Δεν θέλεις τις μπίλιες σου, τον κεραυνό Μακ Κουίν, δεν θέλεις ούτε τα συλλεκτικά αυτοκινητάκια, τον Μπαζ…μα αλήθεια τώρα;
Αλήθεια! Μαζεύτηκαν όλα σε κουτιά κάποια χαρίστηκαν, κάποια πετάχτηκαν, κάποια αποθηκευτήκαν …όμως έφυγαν από τη μέση! Τα κοίταζα στοιβαγμένα και ξαφνιαζόμουν κι εγώ η ίδια με τα συναισθήματα μου. Εγώ ήμουν αυτή που δυσκολευόταν να τα αποχωριστεί όλα αυτά. Εγώ όχι εκείνοι! Αυτό ήταν υπέροχο βέβαια! Τους καμάρωνα και τους δυο που τόσο εύκολα μπορούσαν να ξεχωρίσουν το χρήσιμο από το λιγότερο χρήσιμο. Το σημαντικό από το άχρηστο. Που μπορούσαν χωρίς ενοχές ή συναισθηματισμούς να αποχωριστούν πράγματα… Τους καμάρωνα μα πονούσα γιατί αυτή η δική τους ανεξαρτησία, για εμένα σήμαινε το τέλος μιας εποχής!
Κι ύστερα...βάψαμε τα δωμάτια τους και ζήτησαν κι οι δυο να αλλάξουν τα παιδικά τους φωτιστικά. Το Σύννεφο κι ο Ήλιος… Το Σύννεφο κι ο Ήλιος!!! "Δεν τα θέλετε;" Τους ρώτησα έκπληκτη. "Αλήθεια δεν τα θέλετε πια;" Με κοίταξαν με συμπόνια. "Μαμά πρέπει να το ξεπεράσεις!" Μου είπε ο μικρός…Κι όλο πια με κοροϊδεύει γιατί έχω κρατήσει κάποια μικρά πραγματάκια κι εκείνος μου λέει έφτιαξες το μουσείο σου σαν τη γιαγιά;… Ναι, σαν την γιαγιά του και μαμά μου, που έχει όλα τα χαριτωμένα μικροπράγματα τους αραδιασμένα στο παράθυρο της κουζίνας της.
Τα υπέροχα συμβολικά φωτιστικά μας που σχεδόν δέκα χρόνια πριν είχα κάνει ολόκληρη ανάρτηση για αυτά, ξεκρεμάστηκαν. Έμειναν για λίγο πεταμένα στα πλακάκια του μπαλκονιού άχρηστα πια σκονισμένα, ταλαιπωρημένα, μετά από χρόνια φωτεινά στα δωμάτια τους. Το Σύννεφο κι ο Ήλιος, ζουν μέσα τους για πάντα…μα δεν είναι πια τα φωτιστικά τους! Τα δωμάτια άλλαξαν. Δεν είναι πια δωμάτια παιδικά. Είναι και θα είναι πάντα τα δωμάτια των παιδιών μας, μα δεν είναι πια παιδικά!
Κι ύστερα ήρθε η μέρα. Φορτώσαμε το αμάξι με τα πράγματα του ως τον ουρανό. Τίγκα! Φτάσαμε έξω από το νέο του σπίτι!
Θυμήθηκα την δική μου πορεία προς την ανεξαρτησία! Τα δικά μου πρώτα βήματα μόνη. Μικρές αναλαμπές αναμνήσεων. Με κοίταζε ο μπαμπάς του με νόημα και κατάλαβα πως ένιωθε κι εκείνος το ίδιο. "Το πιστεύεις;" με ρώτησε. "Ο Άγγελος φοιτητής!!! "
Ο μικρός μας ανθρωπάκος, μεγάλος πια, φαινόταν λαμπερός. Ευτυχισμένος. Καθαρίσαμε το σπίτι μέχρι τελικής πτώσης. Του έδειξα τα πάντα. Πως να βάζει πλυντήριο, πώς να χρησιμοποιεί το φούρνο, πώς να ξεχωρίζει τα καθαριστικά. Καθάρισε τα ντουλάπια του και τακτοποίησε όλα τα ποτήρια και τα πιάτα που είχε μαζέψει από τις γιαγιάδες και τις θείες του. Όλοι έδωσαν σπιτικά αποθέματα. Από πετσέτες και σεντόνια, μέχρι κουβέρτες και κατσαρολικά! Το σπίτι του όλο γεμάτο με την φροντίδα όλων μας! Ότι κι αν του έδιναν το έπαιρνε. Από ανοιχτήρι μέχρι κάδρο. Και έφτιαξε το δικό του νοικοκυριό με τα παλιά μας πράγματα και τα έβαλε όλα πεντακάθαρα στα ντουλάπια κι ήταν τόσο χαρούμενος. Τόσο περήφανος που όλα αυτά ήταν δικά του και θα τα διαχειριζόταν πια μόνος του! Κατασκεύασε μόνος του το τραπεζάκι του το έβαψε, τακτοποίησε όλα τα πραγματάκια του με ενθουσιασμό. Κάτι από τον παιδικό του εαυτό, κάτι από τον εφηβικό, κάτι από τον νέο ενήλικα.
Μου έφυγε η μέση να καθαρίζω. Το γυάλισα το σπίτι. Ήθελα να το νιώσω καθαρό! Ήθελα εγώ να το κάνω! Πήγαν με τον μπαμπά του στο σουπερ μάρκετ για ένα τελευταίο μάθημα αγορών! Ο μπαμπάς του είναι ο ειδικός σε αυτά. Του έδειξε τα πάντα με έναν άλλο τρόπο τώρα μιας και δεν ήταν πια το παιδάκι που ακολουθούσε εντολές. Έπρεπε να μάθει την διαφορά στα είδη ρυζιών και τις μάρκες απορρυπαντικών! Γελούσα! Πόσο υπερβολικοί…μα πόσο γονείς!
Ως γνησία Ελληνίδα μάνα, του μαγείρεψα την γνωστή σούπα, για την οποία έγραψα μια από τις πιο αγαπημένες αναρτήσεις δυο χρόνια πριν. Πού αλλού, στην γνωστή κατσαρόλα ποιανής άλλης…της μάνας μου! Κι ενώ γελούσα τα μάτια μου έτρεχαν! Οι παραδόσεις συνεχίζονται. Η ζωή συνεχίζεται! Τι ευλογία!!!
Είχε πια αρχίσει να σουρουπώνει. Κατάκοποι βγήκαμε μια βόλτα να μας γνωρίσει την νέα του πόλη και να φάμε κάτι. Με το μαγνητάκι από την Λευκάδα μας, κόλλησα στο ψυγείο την κάρτα με μια μικρή καρέτα που βγαίνει προς την πλατιά θάλασσα και του την είχαμε χαρίσει πέρσι την ημέρα των αποτελεσμάτων. Σβήνοντας τα φώτα στάθηκα λίγο να κοιτάξω τον όμορφο περιποιημένο χώρο. Ζήτησα από το σπίτι να τον προσέχει. Να ζήσει μέσα του χαρές και γέλια. Να τον προστατεύει, να γίνει το ασφαλές του καταφύγιο …κι έσβησα το φως πίσω μου!
Η πόλη όμορφη, μας περπάτησε στα σοκάκια στους πεζόδρομους, στα όμορφα μικρά καφέ. Χαρούμενος. Τόσο χαρούμενος που αυτή η πόλη έγινε πόλη του. Κι έφτασε η ώρα του αντίο!
Σταθήκαμε στην είσοδο αγκαλιασμένοι σφιχτά. Γελάσαμε, εγώ δάκρυσα εκείνος κι ο μπαμπάς του λίγο με κορόιδεψαν, κι ύστερα μπήκαμε στο αμάξι …και καθώς απομακρυνόμασταν τον κοίταζα μεγάλο και δυνατό να σηκώνει το χέρι και να μου γνέφει αντίο…κι είδα εκείνο το παιδάκι. Αλήθεια το είδα, πανέμορφο και ζωηρό, με τα πάντα ανάκατα μακριά μαλλάκια του, σοβαρούλι, ενθουσιώδες και τρυφερό, να με κοιτάει βαθιά στα μάτια, να κρέμεται από το λαιμό μου, να σκαρφαλώνει, να τρέχει ατρόμητο, να γελάει, να τραγουδάει, να φωνάζει "τουτου του του" παίζοντας με τα αυτοκινητάκια του, να τραγουδάει "κουκουβά", να παίζει με το ξύλινο σπαθάκι του μπροστά στην τηλεόραση βλέποντας τους τρεις σωματοφύλακες …κι ένιωσα να σπάει η καρδιά μου… να ανοίγει στα δυο κι ένα κομμάτι της έμεινε εκεί μαζί του!
Όλα όσα κάναμε, όλα όσα λέγαμε, όλα όσα τους δείξαμε, τους μάθαμε, όλες οι αναμνήσεις που θέλαμε να δημιουργήσουμε. Τα επικά πρωινά του Σαββατοκύριακου, οι χουχουλιαστές αγκαλιές ξαπλωμένοι στο μεγάλο κρεβάτι της μαμάς και του μπαμπά, οι βόλτες στην εξοχή να μαζέψουμε κάστανα και φύλλα, και βατόμουρα και κοχύλια, τα παιδικά στην τηλεόραση το πρωί της Κυριακής, οι περίπατοι με τα σκυλιά, το στολισμένο σπίτι, τα παραμύθια με τα πόδια μπερδεμένα, η κόκκινη κουβέρτα τα Χριστούγεννα, τα σφιχτά ζουλήγματα "έλα να σου βγάλω το λάδι", τα γαργαλητά, τα κυνηγητά, οι βόλτες στην βροχή με τις χρωματιστές γαλότσες και τις χαρούμενες ομπρέλες, το μέτρημα των ημερών μέχρι τα Χριστούγεννα, οι ποδηλατάδες στην εξοχή, οι καθημερινές μεταμφιέσεις τους με μπέρτες και καπέλα καθώς ένιωθαν σούπερ ήρωες, τα τραγούδια, οι φωνές, τα ποπ κορν, τα κουλουράκια που πλάθαμε τα σαββατόβραδα… όλα τέλειωσαν.
Ότι έκανες έκανες ! Ότι πρόλαβες πρόλαβες! Ήταν αρκετά; Θα θυμάται;
Θα θυμάται να φροντίζει τον εαυτό του; Θα θυμάται πως μυρίζει το σπίτι μας το πρωινά της Κυριακής; Θα θυμάται να κλείνει τα παράθυρα και να σβήνει τα κεριά; Θα θυμάται τις ταινίες του Σαββάτου και τις βραδιές που κοιμόμασταν στρωματσάδα; Θα θυμάται τη μυρωδιά από τα καθαρά σεντόνια και τον ενθουσιασμό όταν βάζαμε τα χαλιά κάθε φθινόπωρο; Θα θυμάται το φρυγανισμένο ψωμί και τη ζεστή σούπα με τα γραμματάκια σαν ήταν αρρωστούλης: Θα θυμάται;….
Στην ώρα του γυρισμού έριξα μέσα στο αμάξι κι έναν καυγά με τον μπαμπά του «γιατί δεν τον αγκάλιασες σφιχτάααααα» ο άνθρωπος αφού με κοίταξε με έκπληξη… συνέχισε να οδηγεί αμίλητος ! Που να βγάλει άκρη μαζί μου την ώρα εκείνη…
Την επόμενη μέρα κοιταχτήκαμε και αρχίσαμε να γελάμε δυνατά με την ανοησία μου κι εγώ έριξα κι ένα κλάμα ενδιάμεσα
Όχι δεν το περίμενα να πονάει τόσο. Δεν το φανταζόμουν. Δεν έχει να κάνει με το πόσο μακριά είναι, ούτε η είναι η αίσθηση πως φοβάμαι τόσο πολύ για εκείνον, όσο η αίσθηση πως η ζωή άλλαξε για πάντα. Πως η εποχή που ήμασταν γονείς μικρών ανθρώπων πέρασε ανεπίστρεπτη. Κι ενώ χαίρομαι κι είμαι ανακουφισμένη για αυτό από την άλλη… υπάρχει ένας μισεμός γιατί εκείνα τα μωρά, εκείνα τα χαριτωμένα πλάσματα μου λείπουν. Το σπίτι το γεμάτο στρατιωτάκια και οχυρώματα, το σαλόνι με τις ινδιάνικες σκηνές στη μέση και τα ανακατεμένα μαξιλάρια τριγύρω, οι σιδηρόδρομοι και τα φρούρια από σεντόνια. Το χάος τους που τόσο με κούραζε, καθώς έτρεχα να μαζέψω τα ασυμμάζευτα. Οι φωνές κι η ανακατωσούρα, ο κόσμος που μέσα από τα μάτια τους, ήταν γεμάτος εκπλήξεις! Ο κόσμος μας που ήταν τόσο χρωματιστός με τα χαρούμενα πιατάκια και τα χαριτωμένα κουβερτάκια, τα χνουδωτά αρκουδάκια, τους δεινόσαυρους και τα τρένα, τις μικρές τσαντούλες για τα φαγητά τους και τα χαρούμενα ποτηράκια, τα αυτοκινητάκια που είναι παντού μέσα στα παρτέρια που παίζανε για ώρες στις αυτοσχέδιες πίστες και τα βρίσκω ακόμη και συγκινούμαι …
Παρόλο που με κούραζε αυτή η ατελείωτη ανακατωσούρα στο σπίτι, δεν έπαυε να ήταν ένα κόσμος φωτεινός, μια ζωή τρισχαρούμενη γεμάτη παιδική αθωότητα που έφυγε…κι ευτυχώς πριν φύγει την ζήσαμε στο μεδούλι! Την ζήσαμε και την χαρήκαμε και την νιώσαμε. Χάρηκα κάθε στιγμή. Απόλαυσα το να είμαι η μαμά τους σε κάθε τους ηλικία και παρόλο που εκείνα τα μικρά μου μωρά, μου λείπουν τόσο που πονάω… έχω κρατήσει στο σώμα μου την μνήμη του κορμιού τους…και νιώθω γεμάτη! Γεμάτη ευγνωμοσύνη που το έζησα και το ζω! Θυμήθηκα τα δέκατα τρίτα του γενέθλια που έγραψα την ανάρτηση Πετάω...για το μακρινό του πέταγμα που θα γίνει μια ημέρα και θα είναι τρομακτικό! Και να τώρα το ζουσα κι ήταν έτσι όπως το φανταζόμουν, "μην κοιτάς πίσω μικρέ θα τ' αντέξω...πέτα!"
… η φωλιά αδειάζει! Κι αυτό το άδειασμα πονάει…Πονάει με έναν τρόπο που δεν μπορούσα να φανταστώ ποτέ! Μα ξέρω πως κι αυτό είναι μια μετάβαση, ένα στάδιο που χαίρομαι που ζω και νιώθω απέραντη ευγνωμοσύνη! Κάποτε όλα μου φάνταζαν μακρινά. Μου έλεγαν πως μια μέρα τα παιδιά θα φύγουν από το σπίτι κι έλεγα από μέσα μου Θεέ μου τι μου λένε… τόσο μακριά μου φαινόταν. Την ώρα που ζεις κάτι φαίνεται τεράστιο σαν ο χρόνος να μην κυλά κι όταν πια περνά σου φαίνεται σαν να κράτησε μόνο μια στιγμή σαν να ήταν μόλις χθες! Τελικά ναι ,τα χρόνια κυλούν τόσο αδιανόητα γρήγορα …κι όσο κουρασμένος κι αν είσαι , όσο κι αν το αύριο σου φαίνεται μακρινό, τρέξε, τρέξε να προλάβεις. Τ ο αύριο είναι πολύ πιο κοντά και δεν θέλεις να σκέφτεσαι πως έπρεπε να είχες προσπαθήσει περισσότερο! Όσο δύσκολο κι αν είναι όσο κουραστικό κι αν φαντάζει τώρα που το ζεις…μην κάνεις πίσω. Ζήσε το. Ζήσε το αληθινά, ουσιαστικά, ρούφα κάθε στιγμή, προσπάθησε να προλάβεις, να μην πάει στιγμή χαμένη…
Μόνο έτσι θα αντέξεις αυτό τον αποχωρισμό. Μόνο αν το σώμα σου είναι χορτασμένο από αγκαλιές και φιλιά κι η ψυχή σου χορτασμένη από αγάπη…
Μην κρατήσεις τίποτε σε αυτή την σχέση. Δώσε τα όλα! Μόνο το «όλα» της αξίζει! Μας αξίζει!!!! Τίποτε λιγότερο…
Καλημέρα αγαπημένοι… Αλλάζει η ζωή, με τον ένα τρισευτυχισμένο τύπο μακριά και τον άλλο τρισευτυχισμένο τύπο ευτυχώς ακόμη στο σπίτι. Αδειάζει η φωλιά κι η ζωή είναι υπέροχα γεμάτη!
Μας αφιερώνω ένα ποίημα πολυλατρεμένο του Khalil Gibran!
"Τα παιδιά μας δεν είναι
δικά μας παιδιά.
Είναι οι γιοι και οι κόρες της λαχτάρας της Ζωής για τον εαυτό της.
Έρχονται μέσα από σας, αλλά όχι από σας.
Και παρόλο που είναι μαζί σας, δεν σας ανήκουν.
Μπορείτε να τους δώσετε την αγάπη σας, αλλά όχι τις σκέψεις σας.
Γιατί έχουν τις δικές τους σκέψεις.
Μπορείτε να στεγάσετε το σώμα τους αλλά όχι την ψυχή τους.
Γιατί η ψυχή τους κατοικεί στο σπίτι του αύριο, που σεις δεν μπορείτε να
επισκεφθείτε, ούτε στα όνειρά σας.
Μπορείτε να προσπαθείτε να είστε σαν κι αυτά, αλλά μην επιδιώκετε να τα
φτιάξετε σαν και σας.
Γιατί η ζωή δεν πάει
προς τα πίσω, ούτε παραμένει στο χθες.
Είστε το τόξο απ’ όπου τα παιδιά σας, σαν ζωντανά βέλη, εκτοξεύονται προς τα
μπρος.
Ο τοξότης βλέπει τον στόχο πάνω στο μονοπάτι του απείρου και σας λυγίζει με τη
δύναμή του ώστε τα βέλη του να πάνε ταχύτατα και μακριά.
Ας είναι το λύγισμά σας στο χέρι του τοξότη για χαρά.
Γιατί όπως αυτός αγαπά το βέλος που πετά, έτσι αγαπά και το τόξο που είναι
σταθερό"
Τεντωνόμαστε πολύ πολύ λοιπόν, σαν τόξα για να πετάξουν τα βέλη μας μακριά. Μακριά και ελεύθερα!!!
Διαβάστε εδώ τις αναρτήσεις που αναφέρθηκαν: