Σελίδες

Παρασκευή 15 Δεκεμβρίου 2023

Η ζωή είναι γιορτή!

Είπα να γράψω! Μετά από δέκα ολόκληρους μήνες είπα να γράψω….και μην νομίζετε…παρόλο που δεν γράφω μέσα στο μυαλό μου δεν κάνω άλλο τίποτα. Γράφω γράφω γράφω….κάθε στιγμή, κάθε λεπτό γράφω! Γιατί τελικά αυτό αγαπώ περισσότερο από όλα στην ζωή μου. Να γράφω! Για εμένα για τους άλλους, για εσάς. Δεν έχει σημασία για ποιόν, μα μόνο το ότι γράφοντας νιώθω να υπάρχω. Νιώθω να είμαι παρούσα στην ζωή μου που τρέχει με ταχύτητα τρομακτική!

Μου θυμώνω, νιώθω απογοητευμένη από εμένα, με μαλώνω, μα όσο κι αν προσπαθώ  οι ρυθμοί της ζωής μου έχουν αλλάξει τόσο που δεν ξέρω αν μπορώ να συνεχίσω να γράφω στον παλιό μου ρυθμό, μα τίποτε από αυτά δεν έχει σημασία…παρά μόνο το ότι τώρα είμαι εδώ και γράφω! Έχουμε καταφέρει επιτέλους να στολίσουμε το σπίτι, έχω προλάβει να φτιάξω ζύμη για κουλουράκια, έχω ανάψει τα κεριά μου, έχω βράσει ένα ζεστό χωριάτικο τσάι με μπόλικο μέλι και με το ράδιο να παίζει χριστουγεννιάτικη μουσική γράφω! Άρα επικοινωνώ! Και το λατρεύω γιατί έξω φυσά ένας  παγωμένος βοριάς που κάνει τα δέντρα να γέρνουν και τα λιγοστά φύλλα να χορεύουν…κι η φύση είναι πιο όμορφη από ποτέ!



Όλον αυτό τον καιρό που πέρασε συνέχεια σκεφτόμουν πιθανές αναρτήσεις και πάντα κάτι γινόταν, κάτι τρομερό κάτι αδιανόητα σκληρό, κάτι αναπάντεχο κι ο κόσμος διαλυόταν θαρρείς μπροστά μου και πάντα σκεφτόμουν τι να γράψεις Κατερίνα…πως μπορείς να γράψεις μετά από αυτό ή εκείνο…. Και πάντα σιωπούσα και το άφηνα για λίγο μετά  για ίσως αύριο, για μιαν άλλη μέρα ή μήνα ή εποχή… να περάσει κι αυτό κι εκείνο και το άλλο, μέχρι που ήρθαν Χριστούγεννα. Και στα τόσα χρόνια που γράφω δεν υπήρξαν ποτέ Χριστούγεννα χωρίς μια ανάρτηση. Χωρίς το φως, την γαλήνη, την τρέλα και την μαγεία των Χριστουγέννων! Και είπα να κάνω μια από εκείνες τις παλιές αναρτήσεις που τόσο αγαπάτε και μου ζητάτε στα τρυφερά σας μηνύματα…Να γράψω όπως παλιά, που τα παιδιά σαν μικροί σίφουνες μας έπαιρναν τα μυαλά, που στολίζαμε μαζί, φτιάχναμε κατασκευές, γράφαμε γράμματα και βλέπαμε ταινίες…σαν το σπίτι μας να ήταν ένας κόσμος μαγικός όπου κανένας δεν μπορούσε να μας βρει, να μας επηρεάσει, να μας αγγίξει …

Μα πολλά άλλαξαν. Είναι διαφορετική η ζωή τώρα που τα παιδιά είναι μεγάλα. Ο ένας λείπει κι ο άλλος σαν να λείπει, κλεισμένος σε έναν κόσμο με διάβασμα, σχολείο, φροντιστήρια, μαθήματα, εξετάσεις. Το σπίτι  είναι πιο σιωπηλό, πιο ήρεμο και σίγουρα πιο τακτοποιημένο…να κι ένα θετικό! Υπάρχει ένα κομμάτι που λαχταρά εκείνες τις μέρες της μεγάλης ανακατωσούρας που πάντα τρέχαμε μα όλα τα προλαβαίναμε γιατί ήταν σπουδαίο για εκείνους. Γιατί ήταν σημαντικό, να δουν, να νιώσουν, να μάθουν, να γεμίσουν βιώματα και στιγμές και μνήμες….Τώρα δεν προλαβαίνω πολλά και νομίζω πως εκτός από τον χρόνο λείπει και το κίνητρο, μιας και κάθε νέα εμπειρία του παιδιού, είναι πάντα σπουδαίο κίνητρο για ένα γονιό.

Οι βόλτες στην βροχή πια είναι μόνο για εμάς, το να μαζέψουμε φύλλα ή κάστανα, να στολίσουμε, να φτιάξουμε κουλουράκια μικρές κατασκευές…είναι πια όλα για εμάς και τίποτε για εκείνους. Οπότε λέμε ίσως αργότερα, ίσως αύριο, ίσως, ίσως , ίσως…

Μπαίνουμε πια σε μιαν άλλη εποχή όπου τα παιδιά φεύγουν και όλα όσα ήταν τόσο σημαντικά και σπουδαία όσο εκείνα ήταν μικρά ξαφνικά χάνουν τη μαγεία τους γιατί ξαναγυρνάμε στον κόσμο που ζούσαμε πριν. Στον κόσμο των ενηλίκων μόνο που έχουν περάσει πάνω από είκοσι χρόνια και δεν είμαστε πια οι αεικίνητοι ενθουσιώδης τριαντάρηδες.

Παράξενη που είναι η ζωή! Έτσι όλα αλλάζουν και μαθαίνουμε ξανά να ζούμε με τα νέα δεδομένα και να βρίσκουμε νόημα πια για εμάς…

Κι όλα αυτά που απλόχερα δίναμε στα παιδιά μας γιατί τα άξιζαν, χρόνο, εμπειρίες, στιγμές πολύτιμες, να  συνεχίσουμε να τα δίνουμε και σε εμάς γιατί κι εμείς τελικά τα αξίζουμε.

Η σκέψη αυτή ήταν η απάντηση που έδωσα στον εαυτό μου σαν σκέφτηκα να μην στολίσω παρά μόνο τα βασικά, να μην κάνω κατασκευές, να μην ψήσω κουλουράκια γιατί δεν προλαβαίνω και σαν γυρίζω σπίτι αργά το βράδυ ή σαν έρχονται τα σαββατοκύριακα θέλω μόνο να κοιμάμαι και να ξεκουράζομαι. Και τελικά κάπως έτσι σηκώθηκα από τον καναπέ και ξύπνησε μέσα μου αυτή η ανάγκη…αυτή η χαρά που έρχεται σαν κοιτάζεις από το παράθυρο και δεν σου φτάνει! Θέλεις να βγεις εκεί έξω. Να κοιτάξεις τον ουρανό, να νιώσεις τον αέρα στα μάγουλα, να νιώσεις την δροσιά στο σώμα. Να βιώσεις κι όχι απλά να δεις. Έτσι με την πρώτη ευκαιρία μάζεψα όμορφα κλαδιά για να φτιάξω μπουκετάκια και στεφάνια, καρπούς τριανταφυλλιάς και φύλλα δάφνης για να φτιάξω γιρλάντες και μικρές κατασκευές. Κάποια ακόμη με περιμένουν να τα πιάσω κι ίσως να μην προλάβω καν μα δεν με νοιάζει πια. Αυτή η βόλτα στους αγρούς με εμένα να συλλέγω όλα αυτά τα όμορφα στολίδια της φύσης είναι μια εικόνα συνδεδεμένη με γαλήνη. Είναι μέρος μιας προεόρτιας παράδοσης πια και σημαίνει πολλά. Περπατώ, αγγίζω, μυρίζω, μαζεύω, θαυμάζω χρώματα και φαντάζομαι όλη αυτή την ομορφιά, σε μια άγρια σύνθεση στο τραπέζι της κουζίνας κι αυτό με ηρεμεί. Μου δίνει χαρά και με γεμίζει δημιουργικότητα. Έτσι μια ηλιόλουστη μα παγωμένη ημέρα τα αράδιασα όλα στο τραπέζι της αυλής κι άρχισα τα δικά μου. Έβαλα και τις φέτες πορτοκαλιού να στεγνώνουν πάνω στο καλοριφέρ, για την γιρλάντα που ελπίζω να φτιάξω, άναψα και τα κεράκια μου, έψησα και τα μπισκότα….ότι προλάβεις σκεφτόμουν. Ότι προλάβεις είναι καλύτερο από το τίποτα. Είναι καλύτερο από μια άδεια ώρα πίσω από μια οθόνη ή από  ώρες χαμένες σκρολάροντας στο κινητό.













Κι όλα σιγά σιγά μοιάζουν γιορτινά. Η ζωή κυλά με τα δικά της, τα όμορφα, τα δύσκολα, τα περίπλοκα και τα απλά κι είμαστε εδώ εμείς κι άλλοτε την ζούμε κι άλλοτε την αποφεύγουμε.  Κι αν κοιτάξεις πίσω δεν θυμάσαι τελικά τις μέρες που έκανες αυτά που κάνεις συνήθως. Δουλειά, σπίτι το γνωστό τρέξιμο κι η γνωστή ρουτίνα. Αντίθετα, θυμάσαι τα ξεχωριστά, τα διαφορετικά, αυτά που έκανες ξεκλέβοντας χρόνο από την γνωστή ρουτίνα! Τούτες τις μέρες θέλω να τις ζω. Να τις νιώθω στο πετσί μου και κάπως μαγικά να δημιουργώ χώρο για στιγμές πολύτιμες. Όπως τις προάλλες που μέσα σε μια τρελή μέρα από αυτές που βλεπόμαστε μόνο στα πεταχτά, ήρθε ο γιος μου και με ρώτησε πότε θα γράψουμε γράμμα στον Αη Βασίλη. Σταμάτησα ότι έκανα  και τον κοίταξα απότομα…Σοβαρά τώρα; Τον ρώτησα. Εννοείται! Μου απάντησε!

Συγκινήθηκα βαθιά…Γιατί είναι πάνω από δεκαεφτά πια, ένας νεαρός άντρας και όλο αυτό έχει άλλη διάσταση μέσα του. Γιατί τελικά, δεν ήταν ποτέ, ο Άγιος Βασίλης, τα δώρα, τα λαμπάκια…Ήταν οι δικές μας μοναδικές στιγμές. Ήταν η πολύτιμη διαδικασία. Το ότι παγώναμε το χρόνο και μας δίναμε την ευκαιρία να συνδεθούμε, να σκεφτούμε, να είμαστε μαζί. Ήταν οι ευχές που στέλναμε στο σύμπαν, η γλύκα της ζεστής σοκολάτας και τα γέλια που μοιραζόμασταν, ήταν η ασφάλεια μιας πίστης που γεννιόταν μέσα από αυτή την τόσο απλή διαδικασία. Ήταν η ζεστασιά μέσα μας…




Κι αυτό είναι πια μέσα τους και δεν έχει σημασία που μεγάλωσαν, δεν έχει σημασία που η πραγματικότητα είναι πια πολύ διαφορετική. Η μαγεία των Χριστουγέννων είναι βίωμα και αυτήν αναζητούν, όπως την αναζητούμε κι εμείς οι ενήλικες. Και ξέρουν που να την ψάξουν και πως να την βρουν. Κι αυτό είναι κατάκτηση!  Μια κατάκτηση σπουδαία για εκείνους και για εμάς. Για τους γονείς μας και τους παππούδες μας. Μια κατάκτηση για κάθε άνθρωπο που έγνοια του είναι, μέσα στην δύσκολη καθημερινότητα, μες στις δυσκολίες και τα ζόρια, να μην ξεχνά, να μην παραλείπει να μεταφέρει τούτη την αγάπη στην επόμενη γενιά! Όλες αυτές οι στιγμές, οι μνήμες που δημιουργούσαν σε εμάς οι γονείς μας κι αργότερα  εμείς δημιουργούσαμε ως νέοι γονείς στα παιδιά μας, όλα αυτά που λέγαμε για την έννοια της αυτοφροντίδας, της προσφοράς, της πνευματικότητας, της αγάπης…Όλα αυτά που σημαίνουν Χριστούγεννα, είναι πια μέσα τους.

Έλαβα λίγες μέρες πριν ένα μήνυμα από μια νεαρή γυναίκα που μου έγραψε πως σαν άρχισε να διαβάζει το blog ήταν φοιτήτρια και τώρα είναι μια νεαρή μαμά μιας κόρης ενός έτους…και συγκινήθηκα! Γιατί τώρα εκείνη δημιουργεί την δική της μαγεία, και την ζει μέσα από μάτια παιδικά. Τώρα ξέρει! Κι ήταν αυτό το μήνυμα μια ώθηση προς εμένα να θυμηθώ…γιατί δημιουργούσα όλα αυτά και τα μοιραζόμουν. Γιατί τελικά η ζωή είναι μοίρασμα!

Τις φετινές γιορτές, ανάβουμε φώτα, ανάβουμε κεριά, ανοίγουμε τις καρδιές μας, ανοίγουμε τα σπίτια μας. Η λύπη μικραίνει κι η χαρά πολλαπλασιάζεται μέσα σε ανοιχτές αγκαλιές κι η ζωή είναι πάντα πιο όμορφη σαν τη μοιράζεσαι. Φέτος για τα Χριστούγεννα μια είναι η ευχή λοιπόν. Καλά Χριστούγεννα, πάντα με υγεία και Ανοιχτές ψυχές κι ας ζήσουμε τούτη τη γιορτή με την λαμπρότητα που της ταιριάζει. Ας ζήσουμε τούτη την ζωή, με την αξία που της ταιριάζει. Γιατί τελικά...η ζωή είναι γιορτή!  

Είχα να το γράψω καιρό αυτό και τώρα αντιλαμβάνομαι πόσο μου έλειψε! Καλημέρα αγαπημένοι!!!

Είναι δεκάδες μα ξεχώρισα κάποιες από τι παλιότερες αγαπημένες Χριστουγεννιάτικες αναρτήσεις:

Γράμμα στον Άγιο παππούλη και τα κουδουνάκια...

Βλέπεις ότι βλέπω;

Χριστούγεννα γεμάτα αγάπη....

Χριστούγεννα στη Γερμανία

Τα γκυ της αγάπης

Ότι έχω ανάγκη τα Χριστούγεννα

Ζωή γεμάτη ανθρώπους

Τι είναι η αγάπη;

Χριστούγεννα στο Πατρικό...Χριστούγεννα στην πατρίδα

Η μαγεία του Δεκέμβρη

Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2023

Τα τραγούδια και τα γέλια...

Ήταν κατά τις 9.00 το βράδυ κι αποφάσισα να κάνω ένα διάλειμμα. Κατέβηκα γρήγορα τα σκαλιά από το μικρό σπιτάκι που δουλεύω και το πρώτο που μου έκανε εντύπωση είναι πως έλειπαν τα κλειδιά πίσω από την πόρτα…Μα που διάολο τα έβαλα πόσο χαζή είμαι σκέφτηκα…κι ύστερα είδα το ανοιχτό παράθυρο, τα γλαστράκια όλα στοιβαγμένα σε μιαν άκρη, ταραγμένη έκλεισα το παράθυρο γιατί έξω είχε σκοτάδι πυκνό μην μπει κανείς κι ήταν σαν να μούδιασε το μυαλό μου… σαν αστραπή, μια σκέψη…Κάποιος μπήκε. Άνοιξα την εξώπορτα και βρήκα την τσάντα μου πεταμένη κάτω και τα πράγματα ανάκατα και τα κλειδιά στο χώμα…ανασήκωσα το βλέμμα ψάχνοντας στο σκοτάδι. Το αμάξι! Έλειπε το αμάξι…

Πόσο ανόητη ήμουν και δεν είχα τα κλειδιά μαζί μου είπα δυνατά  κι ο πρώτος αστυνομικός που ήρθε αμέσως μετά το συμβάν με κοίταξε έντονα «Δεν φταίτε εσείς για αυτό που έγινε.» Μου είπε. «Δεν έχετε καμία ευθύνη που κάποιος παραβίασε το χώρο σας.» Με ξάφνιασε τόσο, που συγκινήθηκα.

Δεν φταις εσύ… Πόσο σημαντικό καμιά φορά να μας το υπενθυμίζουν.

Ακολούθησε μια βραδιά δύσκολη στο τμήμα, καταθέσεις και ταυτόχρονα άνθρωποι που περίμεναν για συνάντηση κι έπρεπε να ενημερωθούν…

Δεν πρόλαβα να λυπηθώ ή να θυμώσω….γιατί μπαίνοντας στο σπίτι αργά το βράδυ έμαθα για την πτώση του Fandom και έμεινα αποσβολωμένη με τη σκέψη πως δυο παλικάρια χάθηκαν…κι ήθελα μόνο να μιλήσω στους γιους μου, να κουκουλωθώ κάτω από το πάπλωμα και να κοιμηθώ βαθιά για να μην σκέφτομαι, να μην φέρνω στο νου μου το άγριο εκείνο συναίσθημα πως κάποιος με κοιτά μέσα από το σκοτάδι.

Να μην σκέφτομαι την απόγνωση πως δυο οικογένειες θρηνούν τα λατρεμένα τους πλάσματα και πως η ζωή είναι σκληρή, σκληρή και παράξενη….που μέσα στη βαρυχειμωνιά του ενός, ξεπροβάλει η μια γεμάτη υποσχέσεις  άνοιξη του άλλου.

Ακολούθησαν ημέρες έντονες με μια απόλυτη αίσθηση ευγνωμοσύνης να κυριαρχεί. Το να γίνεσαι το επίκεντρο μια διάρρηξης και να βγαίνεις αλώβητος χαρίζει μια κάθαρση. Τηλέφωνα δύσκολα, ασφάλειες, σήμανση, ταυτόχρονα τρέξιμο με τη δουλειές και τις υποχρεώσεις όλων μας και η σκέψη πως κάτι τόσο δικό μας είναι σε ξένα χέρια… μα η ζωή κυλά και δεν τη νοιάζει αν μπορείς, αν αντέχεις, αν θέλεις, αν κουράστηκες…η ζωή κυλά ανάμεσα σε ανθρώπους και προβλήματα και νέα συνήθως δύσκολα που μαθαίνω πάντα πρώτη… «ο μπαμπάς μπήκε στο νοσοκομείο, η μικρή αρρώστησε, έφυγα από το σπίτι, με χαστούκισε»…κι ανάμεσα σε αυτά, ο θρήνος για τα δυο παλικάρια χάθηκαν πετώντας!

Που να το ξέρες μεγαλώνοντας τα ελευθέρα κι ευτυχισμένα να σχίζουν τους ουρανούς πως οι ίδιοι αυτοί ουρανοί μια μέρα λαμπερή θα  σου τους κλέψουν!

…και μέσα σε όλα ένα προγραμματισμένο ταξίδι. Φοβάμαι δεν θέλω να πάω μετά από όλα αυτά! Το τρελό αγόρι επέμεινε…έλα θα μας βοηθήσει να ξεχαστούμε…Την επόμενη ημέρα στην αυλή του μικρού σπιτιού,  κάτω από το δέντρο των ευχών βρήκα πεταμένα τα πράγματα μου. Πορτοφόλια, χαρτιά, ταυτότητες…άχρηστα σε εκείνους μα σημαντικά σε εμένα… Ψέλλισα μέσα μου ένα διστακτικό ευχαριστώ! Κι ακολούθησε ένα  τηλεφώνημα τα ξημερώματα. Το αμάξι βρέθηκε. Η καταστροφή  της μηχανής ολική, μα το κουφάρι του βρέθηκε.

Και φύγαμε. Νομίζεις πως θα ανέβεις σε ένα αεροπλάνο και θα τα αφήσεις όλα πίσω μα όλα όσα είναι εκεί πίσω είναι η δική σου ζωή. Τριγυρνάς ξέγνοιαστος και κοιτώντας τους ξέγνοιαστους ανθρώπους γύρω σου νιώθεις πως είναι πιο ξέγνοιαστοι, πιο ήρεμοι, πιο ευτυχισμένοι από εσένα…ίσως και να είναι…τι σημασία έχει. Ο καθένας ζει τη ζωή του κι εκείνοι ίσως σε κοιτούν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο χαρούμενη να φωτογραφίζεις τα αγάλματα και να πίνεις τον καφέ σου σε πλακόστρωτες μικρές πλατείες…

Έτσι είναι, μας μπερδεύει πάντα η εικόνα…κανείς δεν βλέπει τη φουρτούνα του άλλου….και περπατάμε δίπλα δίπλα μαζί και τόσο μόνοι…

Διαπιστώνω πως περπατώ πάντα γρήγορα, πάντα βιαστικά, ακόμη και τώρα που ο χρόνος είναι όλος δικός μου. Ακόμη και ως τουρίστρια τρέχω να προλάβω το μετρό, το μουσείο ανοιχτό, τον καφέ, τα μαγαζιά, τις πλατείες…έχω μάθει να τα κάνω όλα βιαστικά και προσπαθώ να αντιγράψω τα  αργά βήματα του αγοριού μου που μελετάει νωχελικά τον χάρτινο χάρτη καθώς εγώ ανυπομονώ κοιτώντας την κόκκινη πινέζα του εικονικού χάρτη στην οθόνη του κινητού μου, «υπάρχει κι ο γρήγορος τρόπος» του λέω δεικτικά, μα με αγνοεί και τον ευγνωμονώ για αυτό! Εγώ πάντα βιάζομαι ενώ ταυτόχρονα διαβάζω μηνύματα…

«Φοβάμαι τα αποτελέσματα η κορτιζόνη δεν με έπιασε», «η μαμά είναι χάλια, φοβάμαι μην πήρα λάθος απόφαση», «το μωρό δεν κατεβαίνει και φοβάμαι να περιμένω κι άλλο» …φοβάμαι, φοβάμαι, φοβάμαι…πόσα φοβάμαι γραμμένα σε μια οθόνη. Και γύρω μου ο ήλιος, οι χαμογελαστοί άνθρωποι, μια πόλη ολοζώντανη κι εγώ μέσα της. 



Μια πόλη γεμάτη ιστορία…για όλους τους λάθος λόγους όπως λέγαμε γελώντας. Το μουσείο ολοκαυτώματος, η τοπογραφία τους τρόμου, το Charlie point, η πλατεία Bebelplatz όπου οι ναζί έκαψαν τα βιβλία, το τείχος που χώριζε ένα έθνος στο δυο… Η ιστορία της ανθρωπότητας ολόκληρης σε μια πόλη…μια πόλη πανέμορφη και μαγική. Κάθε γωνία, κάθε πλατεία, κάθε δρόμος γεμάτος ιστορία. Μια ιστορία σκληρή, δύσκολη, άλλες φορές αδιανόητη…Στο μνημείο ολοκαυτώματος  σαν να πάγωσε το μέσα μου. Η βροχή ασταμάτητη το τοπίο γκρίζο. Περιμέναμε στην ουρά της εισόδου, άνθρωποί σκυφτοί, σιωπηλοί, αμίλητοι κι η βροχή έπεφτε πάνω μας…γινόμασταν μούσκεμα μα κανείς δεν κουνιόταν. Σαν το μνημείο το ίδιο να μας γέμιζε με εκείνο το συναίσθημα. Ξάφνου έρχεται δίπλα μου μια γυναίκα με κοιτά βαθιά. Φορά ένα μπλε παλτό και τα μάτια της έχουν χρώμα από κεχριμπάρι. Κρατά μια ροζ ομπρελά και με βάζει κάτω από αυτή. Την κοιτάζω ξαφνιασμένη, χαμογελώ και πιάνω το μπράτσο της αγκαζέ. Κοιταζόμαστε κολλημένες η μια δίπλα στην άλλη σαν να γνωριζόμαστε… Catalunya Barcelona μου λέει σιγανά. Thessaloniki Greece της απαντώ. Άχρηστα τα ονόματα. Αυτό που μας ένωνε ήταν το είδος μας. Η ταυτότητα μας μία. Άνθρωποι….

…μπροστά σε ένα μνημείο για την χαμένη ψυχή της ανθρωπότητας…




Στο μουσείο ολοκαυτώματος απόλυτη σιωπή, φώτα χαμηλά, και μια αίσθηση σύνδεσης και πόνου…Πόνου αδιανόητου. Την ιστορία την ξέρουμε μα πάντα ξαφνιαζόμαστε. Μα πως είναι δυνατόν Θεέ μου πως είναι δυνατό!!!Ακατανόητα όλα όσα έβλεπα και διάβαζα…ακατανόητα, αδιανόητα κι ασύλληπτα. Αυτά που ο νους δεν χωρά δεν μπορεί να τα καταλάβει…Αυτό έβλεπα στις φωτογραφίες των ανθρώπων με τα μάτια ορθάνοιχτα. Ένα συναίσθημα παράξενο σαν αυτό που έχουν τα τρομαγμένα ζώα. Σαν το λογικό μυαλό δεν χωρά τίποτα από όσα συμβαίνουν και το προβάδισμα παίρνει το αρχέγονο ένστικτο που νιώθει εγκλωβισμένο.  Διάβαζα τα γράμματα…τα τελευταία γράμματα που έγραφαν γονείς στα παιδιά τους, παιδιά στους γονείς τους, αγαπημένοι σε αγαπημένους, ξέροντας πως δεν θα διαβαστούν από εκείνους, γράμματα που δεν θα έφταναν ποτέ στον προορισμό τους, κι όμως η αίσθηση πως τους μιλούσαν μέσα από αυτά  ήταν συγκλονιστική… «τι καλά να μας αφήναν να ζήσουμε μαζί», «δεν θα ξαναδώ τα μάτια σου» «να μπορούσα να σε σφίξω στην αγκαλιά μου» «αντίο για πάντα» «πως να ξεχάσω τα αδιανόητα που είδαν τα μάτια μου», «μείνε δίπλα στον αδερφό σου και μην φοβάσαι» «προσπάθησε να βρεις τη γιαγιά»…. Γράμματα σε όλες τις λέξεις του κόσμου και στα ελληνικά….Το παράλογο. Αυτό ήταν το παράλογο! Κουνούσα το κεφάλι να φύγουν οι εικόνες...Πως να κατανοήσεις το παράλογο...

Άραγε ενωθήκαν; Άραγε οι ψυχές τους συναντήθηκαν ξανά μέσα στο χρόνο; Άραγε βρήκαν ο ένας τον άλλο; Αγκαλιάσθηκαν ξανά;

Έκλαψα με μια εσωτερική φωνή σπαρακτική. Κι ύστερα βγήκα στο φως…στο χρωματιστό Βερολίνο, στα χαρούμενα μηνύματα των γιων μου στο κινητό…η ζωή δεν ξέρει. Δεν περιμένει να περάσει ο πόνος σου η ζωή κυλά….





Κι ύστερα…«…δεν θα το πιστέψεις, η μαμά πέθανε» ήρθε στην οθόνη του κινητού μου μέσα στο μετρό και φώναξα δυνατά «όοοοοχιιι» οι άνθρωποι με κοίταξαν για μια στιγμή, με ενδιαφέρον, περιέργεια κι ύστερα συμπόνια γιατί είδαν την λύπη μου. Δεν ήταν δική μου λύπη μα δική της γιατί ήξερα πως ένα πλάσμα αγαπημένο έπρεπε να αποχαιρετήσει το γονιό του. Με αγωνία περίμενα να βγούμε από το τούνελ για να την καλέσω. Μια φωνή σπασμένη μα ψύχραιμη από την αδρεναλίνη του σοκ. «Οδηγώ» μου είπε, «φεύγω από το νοσοκομείο, σαν να μην είμαι εγώ…πως θα το πως στους άλλους; Απίστευτο, απίστευτο μόλις χθες ήταν όλα αλλιώς…»

Θα το πεις. Θα βρεθούν τα λόγια κι οι λέξεις …κι η ζωή κυλά…σε μια σκοτεινή σήραγγα μαζί με εκατοντάδες άλλους και σιωπηλά περιμένουμε τον επόμενο σταθμό…

Επιστροφή και χαρά κι αγκαλιές και η καθημερινότητα σε σκεπάζει σαν κύμα. Σαν πέφτει ο ήλιος κι είμαι μόνη στη δουλειά  πλησιάζει ένα τσίμπημα, ένας φόβος…μια αίσθηση πως εκεί στα σκοτάδια κάποιος κρύβεται… Ο φόβος παραμονεύει μα δεν με νοιάζει να φοβηθώ. Πρέπει να γίνω πιο προσεκτική. Το ξέρω. Είναι χρέος μου το να είμαι προσεκτική.

Τηλέφωνα μηνύματα άνθρωποι με αγωνίες και ένα τηλέφωνο που παρόλο που δεν μπορώ να απαντήσω, επιμένει, επιμένει. Το σήκωσα. Τα αποτελέσματα που περιμέναμε  είναι άσχημα, άσχημα, άσχημα γαμώτο!!!!… Βγήκα από μια συνάντηση για να μιλήσω μαζί της και να της πως βλακείες… «Ένα βήμα τη φορά, δώσε χρόνο στον εαυτό σου, μην μένεις μόνη….». Εκείνη συντετριμμένη, παγωμένη, καμία λέξη δεν την ανακουφίζει...θρηνεί, για την απλότητα της ζωής που έχασε σε μια στιγμή! Μιλά σαν ρομπότ, το ήξερα ψιθυρίζει θυμωμένη. Το ήξερα!!!

Μουδιασμένη φοράω ένα χαμόγελο και συνεχίζω…την επόμενη ημέρα η οθόνη του κινητού ανάβει ξανά…μέσα από το νοσοκομείο πια, έρχεται ένα ακόμη μήνυμα της «…η ζωή είναι ένα party, δεν θα βγω από τον κύκλο, θα συνεχίσω το χορό, πότε γρήγορα πότε αργά…η ζωή ξέρει…»

Που σας βρήκα όλους εσάς τους τρελούς, μαγικούς ανθρώπους. Πως βρεθήκατε στο δρόμο μου και μου τον γεμίσατε φως. Τι πλάσματα, τι τρελά ξωτικά είστε…

Βάζω τα χέρια μου χούφτες στο πρόσωπο μου και κλαίω απαρηγόρητη σαν παιδί. Ξάφνιασμα, χαρά και πόνος. Θαυμασμός και θλίψη. Αγωνία και σεβασμός…. Ένα πλατύ χαμόγελο στη ζωή που κυλά κι η μεγάλη μυγδαλιά στο απέναντι χωράφι άνθισε ξανά. Ο παγωμένος βοριάς της έκαψε τα κλαδιά μα εκείνη αντιστέκεται. Όχι από πείσμα, από πίστη! Αυτό ένιωσα σαν την κοίταζα. Γυναίκα αγέρωχη μέσα από το γεμάτο σπαραγμό βλέμμα της. Αγέρωχη σαν την ροζ μυγδαλιά, αποχαιρέτησε τη ρίζα της την ίδια και παρόλα αυτά στέκει ολόρθη στο βοριά…Δεν θα με ρίξεις. Ακούς; Ποτέ!!!Όχι από πείσμα στο θάνατο μα από πίστη στην ζωή….Πόσος θαυμασμός για τη γυναίκα ετούτη. Για τον κάθε άνθρωπο που αντιστέκεται…για κάθε παγωμένη μυγδαλιά!

Πίστη λοιπόν...και πριν προλάβουμε να ξεφυσήσουμε από ανακούφιση,  ήρθε ο σεισμός….και θυμηθήκαμε πάλι την ταυτότητα μας. Άνθρωποι…

Πόσος πόνος σε λίγες μόνο μέρες…Σε λίγες μόνο μέρες αγαπημένοι κι αυτή είναι η ζωή μας…και κυλά. Ήταν πάντοτε τόσο αδιανόητα δύσκολη; Πάντα τόσο σκληρή; Πάντα τόσο βίαιη; Άσε μας να πάρουμε μια ανάσα σκέφτομαι καμιά φορά. Άσε τους ανθρώπους να ανασάνουν. Σε παρακαλώ μια ανάσα και σκέφτομαι εκείνους που χάθηκαν θαμμένοι ζωντανοί περιμένοντας…περιμένοντας μια βοήθεια. Περιμένοντας με πίστη …. κι ύστερα ξεκίνησε η δίκη του Άλκη. Το παράλογο ξανά. Το αδιανόητο. Οι γονείς  γενναία φαντάσματα. Αγέρωχοι. Μυγδαλιές στον σκληρό βοριά... συναντηθήκαν με τους γονείς της Εμμανουέλας…άραγε τα υπέροχα πανέμορφα παιδιά τους αντάμωσαν κάπου εκεί μακριά;

Σκέψεις, λέξεις κι ένα κινητό μόνιμα ανοιχτό και το βράδυ ένα ακόμη μήνυμα φώτισε και πάλι την οθόνη. Αχ αυτή η οθόνη… «έχουμε συρρίκνωση του όγκου, ο γιατρός είπε πως μιλάμε για ίαση!!!»κι από κάτω καρδούλες γέλια φως και χαρά! Αχ άνθρωποι πόσα θαύματα έχω ζήσει μαζί σας….στη βαρυχειμωνιά του ενός, βλέπω την άνοιξη ενός άλλου...

Πόσο αδιανόητη είσαι ζωή. Πόσο αδιανόητη…

Κι όσο τα γράφω αυτά ακούω μουσική και να αυτή ακριβώς τη στιγμή, παίζει αυτό ακριβώς το τραγούδι… 
«…είσαι σκληρή σαν του θανάτου τη γροθιά
μα ήρθαν καιροί που σε πιστέψαμε βαθιά
κάθε γενιά δική της θέλει να γενείς
ομορφονιά που δεν σε κέρδισε κανείς…»
Χαμογέλασα. Αχ ομορφονιά τι μηνύματα μου στέλνεις!

 Ξάπλωσα στο κρεββάτι και τα έκλεισα όλα. Οθόνες, μηνύματα, σκέψεις. Ξάπλωσε δίπλα μου το μικρό μου αγόρι…δεκάξι. Δεν είναι πια παιδί! Με κοιτά σιωπηλά στα μάτια και ξέρει. Δεν μπορεί να διανοηθεί μα ξέρει…Μου κρατά τρυφερά το χέρι.

"Σκέφτομαι το αμάξι"… ψιθυρίζει.

"Κι εγώ" του απαντώ…"λυπήθηκα για το αμάξι μα μην σε νοιάζει καλέ μου, δεν έχει σημασία το αμάξι"…του απαντώ συμβατικά σαν μαμά. Μα εκείνος είναι ήδη πιο ώριμος από τη δική μου απάντηση..

"Μπα…εγώ δεν λυπάμαι για το αμάξι. Σκέφτομαι τα τραγούδια και τα γέλια μαμά…Αυτά που ζήσαμε σε αυτό το αμάξι!"

Γύρισα το κεφάλι ξαφνιασμένη.  Ο γιος μου ο πολύτιμος! Τι έκφραση! Τα τραγούδια και τα γέλια…Ένα χαμόγελο για κάθε τραγούδι κι ένα δάκρυ για κάθε γέλιο!!! Αυτά είναι δικά μας. Αυτά δεν μπορεί να μας τα πάρει κανείς!!! Τα πρώτα ακούσματα, "ο κύριος γκρινιάρης" κι "η αρκούδα καφέ που τρέχει με τον ξύλινο μπουφέ", "το χρυσάνι φούρφουρο" και "το χοντρό μπιζέλι" που χόρευαν καθισμένοι στα παιδικά τους καθισματάκια,  "το λιωμένο παγωτό που κυλάει στο χέρι", "το despasito" τέρμα κι όλοι μαζί να χορεύουμε τρελαμένοι και ",το Freddie να μας τρελαινει με το "dont stop me now", το τρυφερό "κρουαζιέρα θα σε πάω" και "εσύ είσαι το τυχερό μου αστέρι" ή το λατρεμένο, "ας ήταν όλη η ζωή μου σαν και σήμερα" και μετά όλοι μαζί "ακόμα κι αν με στήσουν στο απόσπασμα θα δραπετεύσω, θα δραπετεύσω…γκα γκαν γκα γκανννν"… και δώστου γέλια...

ω! Θεέ μου πόσες αναμνήσεις  τα τραγούδια και τα γέλια, τα καλοκαίρια πηγαίνοντας προς τη θάλασσα με τα παράθυρα ανοιχτά και τον αέρα να μας ανακατεύει τα μαλλιά. Τραγουδούσαμε δυνατά την Ευλαμπία και γελούσαμε καθώς τα κεφάλια μας χτυπούσαν στον ουρανό σαν πέφταμε σε λακκούβες. Τα ταξίδια στη  Γερμανία να δούμε την γιαγιά και τον παππού, όπου διασχίζαμε την Ευρώπη και  γελούσαμε ευτυχισμένοι τραγουδώντας το Feliz Navidad γελώντας  δυνατά και πειράζαμε ο ένας τον άλλο και χιόνια και θάλασσες και βουνά και περιπέτειες και εμετοί και φωνές και βαρεμάρα για το πότε θα φτάσουμε και πόρτες κοπανισμένες από νεύρα και τρεχάλες για να προλάβουμε σχολεία, δραστηριότητες, φροντιστήρια και αγωνίες μέχρι να φτάσουμε στο νοσοκομείο ή στην παιδίατρο μετά από μικροατυχήματα, πόνους  ή ακατέβατους πυρετούς, οι επικοί μας καυγάδες, οι πρώτες βόλτες με τα κουτάβια μας κι οι τελευταίες μαζί τους σαν γίναν παππούληδες που με πόνο αποχαιρετήσαμε, οι στοιβαγμένοι φίλοι για διανομές στα σπίτια μετά από πάρτι…όλα με εκείνο το αμάξι, με την σχάρα των ποδηλάτων μόνιμα πάνω του. Ετοιμοπόλεμο. Το μεγάλο παλιό κουρασμένο μας αμάξι,  που ήξερε να μας χωράει και να μας αντέχει και να μας ταξιδεύει μακριά…γεμάτο με τα τραγούδια και τα γέλια μας!

Γιατί κι αν όλα φύγουν…αυτά δεν θα φύγουν ποτέ! Τα τραγούδια και τα γέλια να ταξιδεύουν στο σύμπαν, σε διαστάσεις διαφορετικές σε άλλους χρόνους όταν τίποτα από όλα όσα είμαστε ή κάνουμε δεν θα έχουν σημασία, όταν εμείς δεν θα είμαστε καν εδώ!

Τα τραγούδια και τα γέλια  αγαπημένοι… που χαράχτηκαν βαθιά σαν λατρεμένες μικρές πληγές και μας θυμίζουν πως ναι! Έχουμε υπάρξει ευτυχισμένοι!!! Τα τραγούδια και τα γέλια που θα μεταφερθούν στο άπειρο από γενιές που ποτέ δεν θα γνωρίσουμε μα κι αν γνωρίζαμε θα αγαπούσαμε βαθιά!

Ένας ήλιος μπήκε από το παράθυρο, χειμωνιάτικος δυνατός. Η αντανάκλαση του στον καθρέφτη τον έστειλε πάνω μου και μου γέμισε τα μάτια λάμψη και φως!


Σας ευχαριστώ που είστε εδώ…γενναίοι μου! Αθάνατοι…με τα τραγούδια και τα γέλια μας…
Καλημέρα εκεί έξω!!!
                                                                                                                     Κατερίνα



Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2023

Ζωντανοί...

Θα κάνω σαν να μην πέρασαν μήνες από τότε που έγραψα τελευταία φορά Θα κάνω σαν να έγραψα μόλις χθες…λίγες μόνο μέρες πριν και δεν θα γράψω πως στα δώδεκα χρόνια πια που υπάρχει αυτό το blog είναι η πρώτη φορά που πήρα τόσο μεγάλη απόσταση από αυτό.

Με έβαλε σε σκέψεις αυτή η απόσταση…μήπως μου τέλειωσαν οι ιστορίες; Μήπως είπα όλα όσα είχα να πω: Μήπως στέρεψαν οι λέξεις;

Κι ύστερα, βλέπω μια σταγόνα βροχής να κυλά πάνω στο τζάμι, διαβάζω την παράγραφο ενός βιβλίου… «Σοβεί εντός όλων μας ο νόστος για το άγριο»… νιώθω μια ριπή αέρα να μου ανακατεύει τα μαλλιά μια σκοτεινή βραδιά γυρνώντας σπίτι μετά από μια δύσκολη μέρα, ακούω τους στίχους ενός τραγουδιού «όταν περπατάς, γλυκά όπου πατάς η στέρφα γη ανθίζει»…

Παρατηρώ έναν βολβό να σκάει μέσα από την υγρή κρύα γη, πιστό στο αρχέγονο κάλεσμα, βλέπω τα μολυβένια σύννεφα να φορτίζουν τον ουρανό  κι εκεί στην άκρη του δρόμου σταματώ το αμάξι γιατί  οι mumford and sons ουρλιάζουν στο αυτί μου:

We'll be washed and buried one day, my girl
And the time we were given will be left for the world

(θα ξεπλυθούμε και θα θαφτούμε μια μέρα, κορίτσι μου
Κι ο χρόνος που μας δόθηκε θα μείνει για τον κόσμο)

...κι ένας βρυχηθμός θαρρείς κάνει την καρδιά μου να φουσκώνει. Μια φωτιά που καίει βαθιά κι ένας άνεμος που με μια ριπή του την αναζωπυρώνει και όλα τα παρασύρει με μιας. Μπουρλότο όλα και δάκρυα τρέχουν  θυμωμένα ενώ δεν έχω θυμό, λυπημένα ενώ δεν νιώθω λύπη… πως γίνεται; 

Είναι οι λέξεις. Οι λέξεις που ζητούν να υπάρξουν, ακριβώς σαν τα πόδια που ζητούν να τρέξουν έστω κι αν το μυαλό ξέρει πως δεν βαστούν…Δεν βαστούν κι αυτό πονάει!

Πονάει σαν όλες εκείνες οι ιστορίες μαζεύονται στο μυαλό μου, σαν όλα τα δάκρυα σε μάτια ξένα, στοιχειώνουν τα μάτια μου. Οι σπασμένες φωνές των ανθρώπων, οι  μπερδεμένες τους ματιές στο κεφάλι μου. Τα χαλαρά γέλια και τα όνειρα για όμορφες στιγμές που θα έρθουν. Όλες εκείνες οι σφιχτές αγκαλιές, τα αγγίγματα με τα ακροδάχτυλα στα υγρά μάτια… Πόσες ιστορίες αξιώθηκα να ακούσω σε αυτή τη ζωή! Όλες ζητούν διέξοδο και καμιά φορά νιώθω να τις προδίδω! Γιατί τις κρατώ για εμένα…Για εμένα!

Κι ύστερα ονειρεύομαι πως φεύγω μακριά. Στα βουνά που με καλούν. Με τα πόδια που δεν βαστούν, με μια καρδιά που λαχταρά να νιώσει ελεύθερη και λυπάμαι…Λυπάμαι που υπάρχουν πλάσματα που αγαπώ βαθιά και δεν θα το ζήσουν ποτέ αυτό. Δεν θα πάρουν ποτέ, ένα σακίδιο  στην πλάτη να χαθούν σε ένα δάσος…να χαθούν από τον κόσμο για να βρουν το μέσα τους και πονάω .Γιατί η ζωή η αγαπημένη μου είναι σκληρή. Σκληρή και άδικη! Ναι άδικη, μα έλα που εγώ είμαι ερωτευμένη μαζί της κι όσο κι αν της θυμώνω την αγαπώ. Την αγαπώ την αλήτισσα τόσο πολύ που πονάει! 
Τι ήθελα να γράψω δεν ξέρω …σαν να ξέμαθα. Ξέρω πως το να γράφω με κράτησε εστιασμένη για χρόνια και σαν τώρα να έχασα τον προσανατολισμό μου! Κι είναι αυτό τρομαχτικό πολύ… Τρομαχτικό σαν τον κόσμο που άλλαξε τόσο κι έγινε άγριος. Θυμωμένος, σαν ζώο κλεισμένο σε κλουβί! Βασανισμένο.

Έτσι έγινε ο κόσμος σαν να έχασε την αθωότητα και την ανεμελιά του. Είναι ο ιός; Το ίντερνετ που έκανε τη γη τόσο μικρή; Οι απανωτές κρίσεις; Ο εγκλεισμός; Ο φόβος του ελέγχου; Ο φόβος σκέτο;

Δεν ξέρω….ξαφνιάζομαι μόνο και φοβάμαι, φοβάμαι τόσο που θέλω να κρυφτώ, να χαθώ να μην βλέπω, να μην ακούω….κι ύστερα να! Μια ψιχάλα πέφτει στο μάγουλο μου, ένα μωρό μου χαμογελά περιμένοντας στην ουρά στο σούπερ μάρκετ, ένας ξένος μου λέει καλημέρα και εκεί που περπατώ σκυθρωπά χαμογελώ και σκέφτομαι…δεν χάθηκαν όλα, μην χάνεις την πίστη σου δεν χάθηκαν όλα!

Το τραύμα μας θα επουλωθεί. Θα κοιταχτούμε μια μέρα στα μάτια, σαν να ξυπνήσαμε από ύπνο βαθύ και θα συνδεθούμε. Όσοι κι αν είμαστε. Λίγοι πολλοί, τι σημασία έχει. Θα συνδεθούμε και θα θυμηθούμε πως είναι να μην φοβάσαι. Πως είναι να γελάς δυνατά, χωρίς να ενοχλείς. Να λες ευχαριστώ και παρακαλώ, χωρίς να ξαφνιάζεις. Να φωνάζεις δυνατά καλημέρααααα και να στην ανταποδίδουν με χαμόγελο, να χαιρετάς με χειραψία σφιχτή και με τα δυο χέρια, να χορεύεις με τα χέρια ορθάνοιχτα σαν να πετάς, να δίνεις την σειρά σου κι ας αργήσεις, να είσαι υπομονετικός κι ας μην περιμένει η ζωή. Περιμένεις εσύ…γιατί ξέρεις να περιμένεις. Γιατί ξέρεις να ελπίζεις. Γιατί δεν σταμάτησες να πιστεύεις. Στη ζωή, στον άνθρωπο, στους άλλους, σε εσένα! Στον εαυτό σου. Ναι στο γαμημένο εαυτό σου που τον έχεις κάνει λάστιχο. Και όλο ζητάς. Ζητάς. Ζητάς. Και δεν τολμάς να τον αφήσεις ούτε στιγμή να πάρει ανάσα. Να σταματήσει να τρέχει, να δημιουργεί, να κυνηγά…σαν δαιμονισμένος. Όνειρα. Σχέδια, ανάγκες, υποχρεώσεις… Όλα αυτά που νομίζεις πως θέλεις. Όλα αυτά που νομίζεις πως έχεις ανάγκη, όλα αυτά που σε έχουν πείσει πως χρειάζεσαι και μέσα τους κρύβουν την ευτυχία. Την ευτυχία που ξέρεις μόνο μέσα από τα όνειρα σου. Και τρέχεις να προλάβεις το τρένο της επιτυχίας που δεν περιμένει κανέναν, ούτε εσένα βέβαια. Και σε κάθε σταθμό τρέχουν όλοι και συνωστίζονται κι όποιος προλάβει. Σε κάθε σταθμό κάποιοι χάνονται. Κάποιοι δεν θα προλάβουν ποτέ. Ποτέ. Κι αυτοί που προλαβαίνουν ζουν με την αγωνία μην στην επόμενη στάση τους κατεβάσουν…Μην έρθει η σειρά τους να διωχθούν γιατί δεν αξίζουν πια αυτό το ταξίδι και παλεύουν να κρατηθούν, μην πέσουν, μην ποδοπατηθούν, μην χαλαρώσουν και τους πάρουν τη θέση…

Κάπως έτσι τρέχεις κι εσύ. Τρέχεις ασταμάτητα και παλεύεις κι εσύ μέσα στο πλήθος να προλάβεις. Μοχθείς να ξεχωρίσεις, να διεκδικήσεις, να παλέψεις, να επιβιώσεις, τρέχεις, τρέχεις, τρέχεις…δουλεύεις σκληρά, προσπαθείς! Και περνούν οι μήνες κι οι εποχές, έρχονται και φεύγουν καλοκαίρια, και γιορτές, σαββατοκύριακα και αργίες, βροχές, χιόνια, λιακάδες και πάλι απ ΄την αρχή…και κυλά ο καιρός και φεύγουν ημέρες, στιγμές, άνθρωποι… Δίχως αντίο, δίχως μια ματιά…

Μα στάσου λίγου. Στάσου, στάσου, στάσου γαμώτο. Στάσου και κοίτα γύρω σου. Δίπλα σου άνθρωποι με μάτια αγωνιώδη. Κοίτα! Κοίτα πόσο σου μοιάζουν. Κουβαλούν τον ίδιο φόβο! Την ίδια μοναξιά…Την ίδια ευαλωτότητα!

Κουράστηκα! Κουράστηκα αγαπημένοι, κουραστήκαμε όλοι  και κάποιες φορές έχει νόημα να σταματήσεις εκεί που είσαι και να καθίσεις στη γη με ένα στάχυ στο στόμα και να αγναντεύεις τον απέραντο ουρανό. Κάποιες φορές έχει νόημα απλά να σταματήσεις και μια ολόκληρη σειρά ανθρώπων θα σταματήσει πίσω σου και θα πέσετε ο ένας πάνω στον άλλο. Μια τεράστια καραμπόλα ανθρώπων που πρέπει να τσαλακωθεί για να σταματήσει…Αυτό είναι το κόστος. Το τσαλάκωμα…

Γι ‘αυτό δεν σταματάμε γιατί φοβόμαστε κι έτσι από συνήθειο τρέχουμε, στρατιωτάκια στη σειρά ακούνητα αγέλαστα…τσαλακωμένα!

Τσαλακωμένα…μα ζωντανά! Το κυνήγι του θησαυρού κάποτε σταματά έστω κι αν ο θησαυρός που περιμέναμε δεν βρέθηκε!  Σταματάμε να ψάχνουμε σημάδια και να διαβάζουμε οδηγίες και σηκώνουμε τα μάτια μπροστά. Υπάρχει κι εκεί θησαυρός. Όχι αυτός που ψάχνουμε μα αυτός που μας περιμένει καρτερικά σαν σταματήσουμε το ψάξιμο.  

Μια αυγή, ένα παγωμένο πρωινό...

Ένα σύννεφο που ταξιδεύει στον ορίζοντα. Ένα βαθύ δάσος μια βροχερή ημέρα. Μια αστραπή μια σκοτεινή βραδιά. Ένα μικρό χεράκι που ψάχνει το χέρι μας. Μια τρυφερή ανάσα στο μάγουλο μας. Η ουρά του σκύλου μας σαν γυρίζουμε σπίτι και το γουργούρισμα της γάτας που κοιμάται στην κοιλιά μας. Ένας ξέφρενος χορός δίπλα στα κύματα μια τρελή καλοκαιρινή βραδιά  και το χουχούλιασμα στον καναπέ μια παγωμένη Κυριακή του Γενάρη. Τα γέλια της παρέας, ο ήχος από τα ποτήρια που τσουγκρίζουν κι η γεύση της λιωμένης σοκολάτας στο στόμα. Ένα φιλί ξέπνοο από εκείνα τα αξέχαστα, ένα χαμόγελο γεμάτο υπονοούμενα, ένα κρυφό άγγιγμα κι ένα παιχνίδι με τις λέξεις.

Τα χέρια της γιαγιάς και τα μάτια της μάνας. Το κομπολόι του παππού και το μουστάκι του πατέρα. Το βουβό μοιρολόι και το πρώτο κλάμα του μωρού. Το καθαρό βλέμμα της αγάπης και η τρέλα του έρωτα…

Τα τραγούδια, οι χοροί, τα πανηγύρια, οι γιορτές, οι άνθρωποι. Οι άνθρωποι μ' ακούς; Οι άνθρωποι. Τσαλακωμένοι μα ζωντανοί! Ζωντανοί, μα αόρατοι μπροστά σε χαμένες ευκαιρίες, ξεθωριασμένους έρωτες και φουσκωμένους εγωισμούς. Να σου πω κάτι; Γάμησε τα όλα και τράβα τώρα. Τώρα που γυρίζει. Πάγωσε επιτέλους το χρόνο. Σταμάτα!
Ένα σβουριχτό φιλί. Ένα τηλεφώνημα. Μια ομαδική κοπάνα για ένα νωχελικό βροχερό πρωινό στο κρεβάτι. Μια σφιχτή αγκαλιά, ένα βλέμμα, ένα άγγιγμα, μια λέξη. Μια λέξη! Έτσι για να μην χρωστάς τίποτε σε κανένα. Ούτε σε εσένα. Προπάντων σε εσένα!!!

Καλημέρα αγαπημένοι. Αγαπημένοι μου. Τσαλακωμένοι μα ζωντανοί….