Τα κάλαντα!!! Ω τα κάλαντα! Έχω να διηγηθώ άπειρες ιστορίες
που να αφορούν αυτό το υπέροχο έθιμο. Αστείες , ντροπιαστικές, λυπητερές,
υπερβατικές.
Στην Γερμανία μαζευόμασταν όλα τα ελληνόπουλα και ψάλαμε τα
κάλαντα σχεδόν σε όλα τα σπίτια των Ελλήνων μαζεύοντας χρήματα για την Ελληνική
κοινότητα. Σε κάθε σπίτι μας κερνούσαν κονιάκ και καλά για το κρύο και στο τέλος
ήμασταν μια μεγάλη παρέα μεθυσμένων εφήβων που δεν θυμόμασταν καν τα λόγια και
άλλοι γελούσαν υστερικά κι άλλοι έκλαιγαν με αναφιλητά…(εγώ) θυμάστε αυτή τη βλακεία
που παθαίναμε όταν πίναμε πολύ και βάζαμε τα κλάματα…αξέχαστα ρεζιλίκια! Άλλα χρόνια μην το συζητάς, τώρα όλοι οι γονείς
μας, θα κατέληγαν στο τμήμα κι εμείς στην Πρόνοια!
Θυμάμαι μια απίθανη χρονιά που πιτσιρίκια με την αδερφή μου μαζέψαμε
κοντά πέντε χιλιάδες δραχμές, αδιανόητο ποσό για μια τέτοια ηλικία και μετά ξεχυθήκαμε
στην αγορά και γυρίσαμε σπίτι γεμάτες παιχνίδια. Εγώ θυμάμαι είχα αγοράσει τα ιποποταμάκια
κι ονειρευόμουν να ζήσουμε τα Χριστούγεννα
στιγμές διαφήμισης, όπου όλοι μαζί μικροί
μεγάλοι, ευτυχισμένοι και τρισχαρούμενοι, έπαιζαν σε ένα ωραίο ζεστό σαλόνι και
γελούσαν με ενθουσιασμό. Εντωμεταξύ αυτό το παιχνίδι ήταν τόσο θορυβώδες που οι
μεγάλοι μας έκαναν έξωση από το σπίτι και το όνειρο της διαφήμισης, δεν το ζήσαμε ποτέ.
Η μάνα μου επίσης είχε την πρωτοκαθεδρία που κάθε χρόνο είχε κατά νου να κάνει ψιλά για τα παιδιά και να έχει κι ένα καλαθάκι γεμάτο γλυκά και καραμέλες κι υπήρχαν κανόνες φίλε. Πρώτον έπρεπε να ακουστεί όοοοολο το τραγουδάκι και μας τρέλαινε, φτάνει ρε μαμάαααα, αν ήταν φάλτσα τα όργανα ή αν έχαναν τα λόγια τα παιδάκια, τους έλεγε με ύφος διακριτικά αυστηρό σαν κριτικός κινηματογράφου… «μπράβο, μπράβο και του χρόνου να μάθεις καλά τα λόγια ναι;» και αν τα παιδάκια στο κέρασμα, έβαζαν χούφτα για να πάρουν γλυκά από το καλαθάκι, το σηκωμένο της φρύδι της πάγωνε το αίμα και τους έδειχνε πως έκαναν ξεκάθαρο λάθος… «ένα για τον καθένα να φτάσουν για όλα τα παιδάκια ναιιιι; έτσι μπράβο»… για την μαμά μου ότι κανείς πρέπει να το κάνεις με σοβαρότητα είναι ο ορισμός του «καμία δικαιολογία».
Έχουμε απίθανες τέτοιες ιστορίες να διηγηθούμε με την ίδια
αμετανόητη πρωταγωνίστρια και ακόμη και τώρα
ζούμε την ημέρα με τα κάλαντα σαν σε επανάληψή, κάθε χρόνο!
Όταν έγινα μαμά αυτή η μέρα ήταν σπουδαία και θυμάμαι σαν
χθες που συμμετείχα στα πρώτα κάλαντα του μικρού τότε γιου που τον πηγαίναμε σε
σπίτια φίλων και συγγενών, με το τριγωνάκι του και την χαρά του όταν έμπαιναν
τα κέρματα στον τσίγκινο κουμπαρά. Κάνοντας πάντα παράκληση να είναι κέρματα γιατί
άκουγε τον ήχο κι ενθουσιαζόταν…κι ύστερα
τα πρώτα κάλαντα ολομόναχοι, με το κλαρινέτο και την κιθάρα τους να ακούγονται τόσο φριχτά που ένιωθα λύπη για τους
ακροατές τους. Τους συνόδεψα κρυφά καθώς ήθελαν να είναι μόνοι τους, νιώθοντας
πια μεγάλοι κι εγώ τους ακολουθούσα από απόσταση μην τους χαλάσω την αίσθηση της
ανεξαρτησίας. Θυμάμαι τέτοιες μέρες, φίλους
μπαμπάδες με ανόητα γιορτινά σκουφιά να μαζεύουν μια μικρή παρέα τα παιδιά μας και καλά
για να τα συνοδεύουν - πόσο ευτυχισμένα ήταν, έχω τόσες φωτογραφίες χαράς - και
στο τέλος της ημέρας να καταλήγουν τα παιδιά κουντουρντισμένα και οι μπαμπάδες
σε μεγάλα κέφια μεθυσμένοι από τα σφηνάκια για το κρύο!
Τα κάλαντα μας έχουν τροφοδοτήσει
με μπόλιες στιγμές απείρου κάλους μα εγώ έχω δύο συγκεκριμένες χρονιές στο
μυαλό μου από κάλαντα που θα μου μείνουν αξέχαστα!
Πρώτη ανάμνηση, η πρώτη φορά που είπα τα κάλαντα. Μικρούλα, δεν
θυμάμαι πόσο πιθανά νήπια ή πρώτη τάξη δημοτικού. Μου έμαθαν τέλεια το τραγουδάκι
και πήγα μόνη - ναι μόνα πηγαίναμε τότε δεν φοβόταν μην μας κλέψουν - στο πρώτο σπίτι
εκεί στη μικρή γειτονιά όπου η θεία - όλες θείες τις λέγαμε στην γειτονιά - μου έδωσε
μια δραχμή! Ω τι ενθουσιασμός. Δραχμή και τσίχλα. Αγαπούσα τις τσίχλες το πληρώνω
ακόμη, η οδοντίατρος μου μπορεί να το επιβεβαιώσει. Πάω στο δεύτερο σπίτι λέω
τα κάλαντα. Δεν μου ανοίγει κανείς. Όμως ακούω θόρυβο από μέσα οπότε σκέφτομαι,
δεν με άκουσαν. Τα ξαναλέω ακόμη πιο καθαρά και δυνατά. Κανείς δεν ανοίγει. Με
το αθώο μου μυαλό, απλά περιμένω. Δεν σκέφτηκα ποτέ ότι δεν θα μου ανοίξουν,
δεν μπορούσα να φανταστώ γιατί, άλλωστε στην γειτονιά, όλοι ήταν γνωστοί μας ήξεραν
και τους ξέραμε. Οπότε περίμενα με ενθουσιασμό
και πίστη ότι η πόρτα θα ανοίξει….Περίμενα και περίμενα με καρτερικότητα. Πέρασε ίσως μισή ώρα, ίσως και περισσότερη πάντως
κάποια στιγμή η πόρτα άνοιξε κι ήταν η γειτόνισσα που ντυμένη στην πένα, έβγαινε από το σπίτι. Με βλέπει μπροστά της και μένει παγωτό…κυριολεκτικά!
Μου ρίχνει μια ματιά όλο έκπληξη καθώς πίστευε πως με είχε ξεφορτωθεί ενώ εγώ χαμογελούσα ευτυχισμένη. Για λίγο κοντοστάθηκε αμίλητη, ξαναμπήκε στο σπίτι και βγαίνοντας μου έδωσε ένα μανταρίνι, χωρίς ποτέ να αρθρώσει λέξη….Το σκέφτομαι τώρα και λέω, "έλα ρε φίλε!" Μα τότε αλήθεια, το κοίταξα και πραγματικά δεν απογοητεύτηκα, θυμάμαι πως το έφαγα εκεί επί τόπου και συνέχισα.
Πόσο αθώα τελικά είναι τα πιτσιρικάκια…Το σημαντικό ήταν να μου ανοίξουν την πόρτα
και θυμάμαι πάντα όταν έλεγα τα κάλαντα - τουλάχιστον σε μικρή ηλικία γιατί όλοι ξέρουμε πως μεγαλώνοντας μεγαλώνουν κι οι ανάγκες χεχε- η αγωνία μου ήταν αυτή, όχι πόσα χρήματα θα μου δώσουν, ούτε τι θα μου δώσουν
μα…να μου ανοίξουν την πόρτα…και για αυτό βρήκε την λύση η απίθανη τρελή μου ξαδέρφη!!!Η Σούζυ μου, που είχε κότσια φίλε όχι αστεία.
Είμαστε συνομήλικες γεννημένες με λίγες μέρες διαφορά. Πηγαίναμε στην Τετάρτη ή Πέμπτη δημοτικού και μαζί κάναμε γύρα όλη τη γειτονιά.
Εκείνη τραγουδάει, εγώ – πρόσεξε - παίζω μελώδικα…μιλάμε για μεγαλεία! Πήγαμε
σε κάποια σπίτια, στα περισσότερα μας άνοιγαν σε κάποια όχι. Εγώ απογοητευόμουν κι
έσκυβα το κεφάλι, εκείνη φόρτωνε και φούντωνε και επαναστατούσε ο φλογερός χαρακτήρας της.
Κάποια στιγμή λοιπόν χτυπάμε το κουδούνι στην πόρτα μιας πολυκατοικίας
κι αμέσως αρχίσουμε να ψάλουμε….Τελειώνουμε. Δεν ανοίγει κανείς. Από μέσα ακούγεται
θόρυβος που απότομα σταματά…είμαστε σίγουρες πως κάποιος είναι σπίτι. Εγώ θέλω
να φύγουμε μα εκείνη μου λέει «όχι θα τα ξαναπούμε είναι άδικο, να μην μας ανοίξει.»
Ξαναχτυπάμε το κουδούνι. Ξανατραγουδάμε. Τίποτα, σιωπή. «Πάμε να φύγουμε» της λέω
«δεν θα ανοίξει». Η Σούζυ έγινε έξαλλη, άστραψε και βρόντηξε «όχι θα μας ανοίξει.
Θα τα πούμε ξανά.»
«Έλα πάμε αλλού», να επιμένω εγώ. αλλά εκείνη ήταν
αποφασισμένη. «Είναι άδικο». Τα ξαναλέμε…τίποτα. Ξανά. Τίποτα!
Εγώ πια έχω χάσει το κέφι μου και ξαφνικά τα μάτια της Σούζυς
γυάλισαν κι έγιναν πελώρια. Μου λέει «Το
βρήκα». «Τι βρήκες;» τη ρωτάω και μου λέει «θα δεις! τώρα θα μας ανοίξει».
«Πως;» ρωτάω «θα δεις!» μου λέει με ύφος σκανταλιάρικο και συμπληρώνει,
«όταν τελειώσουμε τρέχα…»
«Τρέχα;» Μα γιατί; Αφελές παιδάκι εγώ, εκείνη σπίρτο που πήρε
φωτιά…Ξαναχτυπάμε το κουδούνι κι αρχίζουμε. Εγώ να φυσάω τη μελώδικα, εκείνη να
τραγουδά με φωνή δυνατή και ξαφνικά στον
τελευταίο στίχο την ακούω να τραγουδά με περίσσιο ζήλο… «κι ο νοικοκύυυυρης του
σπιτιούυυυυυυ….» και δεν προλαβαίνω να φυσήξω παρακάτω κι ακούω με φρίκη την Σούζυ
να τραγουδάει με φωνή αλέγρα… «τουυυυ χρό, του χρόνου να ψοφή ή σειιιιιιι» και μου λέει «ΤΡΕΧΑ» και ενώ είχα μείνει στήλη
άλατος, με τραβάει από το χέρι κι αρχίζουμε να κουντρουβαλάμε τις σκάλες, καθώς
η πόρτα άνοιξε απότομα με μια κυρία με ρόμπα και μπικουτί να μας φωνάζει και να
αντηχεί σε όοοολη την πολυκατοικία «ΦΤΟΥ ΣΑΣ ΠΑΛΙΟΚΟΡΙΤΣΑ ΔΕΝ ΝΤΡΕΠΕΣΤΕ ΚΑΛΕΕΕΕΕ»
και την Σούζυ να απαντά από τον πάτο της σκάλας «εσύ να ντρέπεσαι που δεν ανοίγεις
την πόρτα!»
Βγήκαμε έξω σαν τρελές και τρέχαμε για ώρα κυνηγημένες από
τον φόβο μας και μετά σταματήσαμε απότομα κοιταχτήκαμε κι αρχίσαμε να γελάμε με
τσιρίδες, υστερικά!!!
Δεν το είπαμε ποτέ στους γονείς μας παρά μόνο όταν γίναμε γυναίκες πια κι από
όοοοολα τα κάλαντα της ζωής μου αυτά ήταν τα πιο περιπετειώδη και κάθε χρόνο τα
θυμάμαι και πάντα μα πάντα γελάω σαν τότε, γαργαριστά σαν να ζω εκείνη την ίδια στιγμή άγριας χαράς κι αδρεναλίνης.
Εντάξει, τώρα πια καταλαβαίνω, κάποιοι ανοίγουν, κάποιοι
όχι. Δεν είναι υποχρεωμένοι να χαίρονται όλοι. Ίσως κάποιοι να μην θέλουν, ίσως
να βαρέθηκαν, ίσως να μην είναι καλά ψυχολογικά, ίσως να ζουν μια τραγωδία, ίσως
να μην έχουν χρήματα, ίσως ίσως ίσως…αλλά ξέρετε κάτι; Η ζωή πια μου έχει δείξει πως συνήθως
οι άνθρωποι που έχουν μια πολύ καλή δικαιολογία για να απομονωθούν, δεν γίνονται
θλιβεροί ή πικρόχολοι… αντίθετα γίνονται
γενναιόδωροι και μεγαλόκαρδοι, ιδίως όσων αφορά τα παιδιά κι αυτό είναι τόσο συγκινητικό!
Δεν θέλω να βάλω ταμπέλες θα ήταν άδικο. Μα σκέφτομαι πως ότι κι αν ζει ο καθένας μας, τα παιδιά δεν ξέρουν…Τα παιδιά λένε τα κάλαντα. Απλά. Όμορφα….με όλη την αφέλεια της ηλικίας τους ε! ίσως όχι μόνο με αφέλεια, αλλά ακόμη κι έτσι, ξέρουν να μας βάλουν στο κλίμα των ημερών ακόμη και με το ζόρι!
Πλησιάζουμε στην παραμονή Χριστουγέννων λοιπόν και όλα έτοιμα. Τα ψιλά. Το καλαθάκι με
τα γλυκά και το νου μας γιατί ο νοικοκύρης του σπιτιού κινδυνεύει….
Καλά Χριστούγεννα αγαπημένοι. Χίλια χρόνια να ζήσουμε νοικοκύρηδες μου! Χίλια κι άλλα χίλια. Σούζυ ακούυυυυς; Ακόμη γελάω!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου